Saturday, February 20, 2010
Κατ' επίφασιν αστυνομικό
Συχνά παραβάλλεται η Ελλάδα προς τσίρκο, μεγάλο ή μικρό, αλλά ουδέποτε προς τσίρκο... ψύλλων. Ομως, ας μην προτρέχουμε. Ο τίτλος του μυθιστορήματος δεν αναφέρεται στην Ελλάδα, ούτε καν στην Αθήνα, που, τελευταία, στα μυθιστορήματα, αλλά και γενικότερα, έχει καταλήξει συνώνυμη του συνόλου της χώρας. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται, εν μέρει, σε μια πόλη που υπάρχει μόνο στη φαντασία του Απόστολου Λυκεσά, όπως εκείνες «οι αόρατες πόλεις» του Ιταλο Καλβίνο. Είναι η πόλη Αμεριμνησία, όπως την αποκαλεί. Περίπου στο μέσο του μυθιστορήματος, σε ένα ένθετο κεφάλαιο, που παρουσιάζεται ως «διάλειμμα» στον κυρίως κορμό, ο αφηγητής και μαζί του οι κορυφαίοι ήρωες του θιάσου την περιγράφουν, ο καθένας από την πλευρά του, με τα μελανότερα χρώματα. Η φανταστική αυτή πόλη έχει μόνο το παρελθόν της για να υπερηφανεύεται. Εντούτοις, το ξεπουλάει ή το μπαζώνει, ελαφρά τη καρδία. Είναι σκεπασμένη από δύσοσμη υγρασία και ως σήμα κατατεθέν προβάλλει, όχι κάποιο αρχαιοελληνικό ή βυζαντινό μνημείο, αλλά το κτήριο του νέου Δημαρχείου. Πρόκειται για ένα «έκτρωμα» που «έθαψε» το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της πόλης. Σε μία μοναδική κι εκτενέστατη υποσελίδια σημείωση ο κεντρικός ήρωας δημοσιοποιεί «προμελέτη» για την ανατίναξή του, όπου δεν επιμένει στην ποσότητα των εκρηκτικών και τον τρόπο τοποθέτησής τους, αλλά στη φαντασμαγορία των χρωμάτων που θα προκύψει. Ενθυμούμενος, υποθέτουμε, τον Ν. Γ. Πεντζίκη, που για την περιγραφή τής «Μητέρας Θεσσαλονίκης» καταφεύγει στις ζωγραφικές του γνώσεις, καθώς και σε πίνακες των Χατζή, Μαλέα, Παπαλουκά, αυτός, για τη ζωηρότερη αναπαράσταση, επικαλείται πίνακες των Πεντζίκη, Λεφάκη, Βενετούλια και για την τελική σκηνή της πυρπόλησης, συνθέσεις του νεότερου Απόστολου Κιλεσσόπουλου. Μία εξαίρετη περιγραφή, που δείχνει λεπταισθησία, σε συνδυασμό με πεντζίκεια τρέλα.
Κατά τ' άλλα, είναι η δεύτερη φορά μέσα στα τελευταία χρόνια που ένας τρελός Θεσσαλονικιός ανυψώνει ψύλλο σε τίτλο βιβλίου. Προηγήθηκε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, με τη συλλογή «Επί ψύλλου κρεμάμενος», από το ομότιτλο διήγημα, που εκτυλίσσεται στην Επανομή Θεσσαλονίκης. Συμπτωματικά, ο Λυκεσάς είναι γεννημένος στην Επανομή, κι αυτός μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, επίσης δημοσιογράφος, αλλά δέκα χρόνια νεότερος του Σκαμπαρδώνη, εμφανισθείς στη λογοτεχνία δώδεκα χρόνια μετά από εκείνον, το 2001. Πάντως, είναι η πρώτη φορά, απ' όσο μπορούμε να ανακαλέσουμε, που θεσσαλονικιός συγγραφέας, θεράπων, ταυτοχρόνως και εναλλάξ, ποίησης και πεζογραφίας, αντί να υμνήσει τον ερωτισμό της γενέτειράς του, αποδοκιμάζει το κατάντημά της. Την αποδοκιμάζει, όμως, συγκαλυμμένα, καθώς στήνει το μυθιστορηματικό «τσίρκο» στη φανταστική Αμεριμνησία, παρομοιάζοντας εκεί ορισμένους κατοίκους της με ψύλλους. Ενώ, αθηναίοι μυθιστοριογράφοι σηματοδοτούν τη βρομιά με την κατσαρίδα, ο Λυκεσάς προτιμά τον νοσογόνο ψύλλο, λόγω του παρασιτικού χαρακτήρα του, αλλά και χάρη στα «τσιρκολάνικα» κόλπα που το εν λόγω έντομο μπορεί να εκτελέσει. Ο,τι ακριβώς και οι ήρωές του, που απομυζούν τους γύρω τους και είναι διατεθειμένοι να κάνουν τούμπες για να κερδίσουν την εύνοια όσων έχουν την εξουσία. Ως κορυφαία αυτού του «τσίρκου» πλάθει μια σαγηνευτική ηρωίδα. Δικηγόρος το επάγγελμα, είναι γεννημένη στο φανταστικό χωριό Ακρωτήρι της Επισκοπής. Πλούσιο σε αρχαιότητες το χωριό, εκείνη τυγχάνει λάτρης τους και ενδοτική στον πειρασμό σφετερισμού τους. Ο συγγραφέας τοποθετεί το χωριό σε απόσταση, με το λεωφορείο, σήμερα πλέον αστικό, περίπου σαράντα λεπτών από την Αμεριμνησία. Οσο, δηλαδή, Ακρωτήρι Επανομής - Θεσσαλονίκη. Ο Λυκεσάς, όχι μόνο δεν σημειώνει πως οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική, αλλά, αντιθέτως, πυκνώνει τα υπονοούμενα για ομοιότητες.
Κατόπιν αυτών, μένει ζητούμενο κατά πόσο το μυθιστόρημά του είναι αστυνομικό κοινωνικής εμβέλειας ή κοινωνικό μετά αστυνομικής χροιάς. Από μια άποψη, το πέπλο του μυστηρίου είναι μάλλον υπερβολικά διάφανο για αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι σκηνές, όμως, των φόνων βρίσκονται στο ύψος ενός γνήσιου αστυνομικού. Ιδίως το τελικό μακελειό, όπου τους ιταλούς μαφιόζους τούς αντιμετωπίζει μια κουστωδία τσιγγάνων με μονόκαννες καραμπίνες και επιβαίνοντες στα πλέον αλλοπρόσαλλα οχήματα, από τρίκυκλα έως ημιφορτηγά. Ωστόσο, ο μυστηριώδης πυρήνας του μυθιστορήματος δεν εξυφαίνεται στην Αμεριμνησία και το παρακείμενο Ακρωτήρι, αλλά σε μοναστήρι της Χαλκιδικής. Δύο χρόνια μετά τα αγιορείτικα μυθιστορήματα των Κώστα Ακρίβου και Βασίλη Αλεξάκη, έρχεται ένα ακόμη μυθιστόρημα, που θέλει τους μοναχούς να προβαίνουν σε άνομες πράξεις. Μόνο που στο μυθιστόρημα του Λυκεσά οι πράξεις τους δεν βλάπτουν τους μοναστηριακούς θησαυρούς ούτε καταχρώνται τον εθνικό πλούτο. Το «κόλπο» που σκαρφίστηκαν ο ηγούμενος της φανταστικής μονής τής Αγίας Αθανασίας κι ένας διαπρεπής βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός δάσκαλος, παραπλανά και εκμεταλλεύεται τους Δυτικούς για το καλό του μοναστηριού και εξυπακούεται, με το αζημίωτο, για τους δικούς τους κόπους. Την πονηρή ιδέα τούς την έβαλε σίγουρα ο Διάβολος. Βοήθησε, όμως, κι ένας αγιογράφος μοναχός, ονόματι Θεοφάνης, ιδιαίτερα ταλαντούχος, όπως, άλλωστε, προϊδεάζει η συνωνυμία με τον σημαντικό αγιογράφο του 16ου αι. Πάντως, όλα ξεκίνησαν από την εξαίρετη δουλειά που έκανε σε μια δίπτυχη εικόνα. Αυτή, αντιθέτως, δεν είναι φανταστική. Εμπλέκεται το γνωστό δίπτυχο του σέρβου βασιλιά Στέφανου Μιλούτιν, που σήμερα φυλάσσεται στη Μονή Χιλανδαρίου. Βενετσιάνικης τεχνοτροπίας το εικονογραφικό αυτό δίπτυχο, με 24 μικρογραφίες, ανάγεται στα 1300 μ.Χ. Αυτό ακριβώς ο αγιογράφος, αντί να το συντηρήσει, χάριν παιδιάς, το αντέγραψε.
Ο Λυκεσάς αντιστρέφει τη συνήθη τάξη ενός αστυνομικού. Πρώτα παρουσιάζει τους ήρωες, όπως εμφανίζονται τα νούμερα σε μια παράσταση τσίρκου, και μετά έρχονται οι φόνοι. Προηγούνται οι «κομφερασιέ», που μυθιστορηματικά αντιστοιχούν στους γεννήτορες των ηρώων, ώστε να σκιαγραφηθεί, εν τάχει, ο βίος τους μέχρι το 2007, όπου τοποθετείται το παρόν της αφήγησης. Επονται οι ήρωες, που δεν χωρίζονται, ως είθισται, σε θύματα και θύτες, αλλά στους «ακροβάτες», που είναι οι πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα, όπως, άλλωστε, και στη ζωή, και τους «κλόουν», που επέχουν θέση κομπάρσων. Και οι μεν και οι δε περιγράφονται ως εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων, με εκκεντρικές συνήθειες, γι' αυτό και όσα τους συμβαίνουν μοιάζουν με νούμερα του φανταστικού τσίρκου. Δύο τελευταία κεφάλαια αφιερώνονται στους «μάγους», δηλαδή αυτούς που ανατρέπουν την καθημερινή ρουτίνα, και στα «άγρια ζώα», τουτέστιν όσους λυμαίνονται σήμερα τις πόλεις.
Το μυθιστόρημα του Λυκεσά ανήκει στο είδος των βιβλίων που ενδείκνυται να διαβάζονται σε αργούς ρυθμούς, για την απόλαυση κάθε σελίδας, και όχι πηδώντας σειρές ή και σελίδες για την υπόθεση και την έκβαση της πλοκής. Κι αυτό, γιατί ο συγγραφέας συνδυάζει τον πυκνό και συχνά καυστικό σχολιασμό, γενικώς, για τα ανθρώπινα, και ειδικώς, για τα κακώς κείμενα στην Αμεριμνησία με ποιητικές συλλήψεις. Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρουμε τις προσευχές του αγιογράφου, όταν οι ερωτιδείς μπλέκονται στη φαντασία του με τους αγγέλους, κάνοντας το πινέλο του να παραστρατεί, και τις κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις του διανοούμενου ήρωα, εκείνες που κάνει στο κρεβάτι, με τη σύντροφο δίπλα του, αντί των γνωστών και ενδεικνυόμενων δραστηριοτήτων. Σε μια περίπτωση, λ.χ., της εξηγεί το πώς το ζεϊμπέκικο και τα σκυλάδικα αλώθηκαν, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '80, από αυτούς που, με το έτσι θέλω, το χόρεψαν φορώντας σπορτέξ. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα απολαυστικό μυθιστόρημα με θέμα τους συγχρόνους μας Αμεριμνησιώτες, απευθυνόμενο σε γρηγορούντες αναγνώστες.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Πηγή:enet
*************************************************************************************
Δικηγορίνες με αδυναμία στις αρχαιότητες, κλέφτες και αστυνόμοι, μοναχοί και Ιταλοί μαφιόζοι, ποιητές και γύφτοι. Ασυμβίβαστοι και ξεπουλημένοι. Υποψιασμένοι και ντεμέκ αθώοι. «Μάγοι» που ξεπερνούν τη ρουτίνα, αλλά και «άγρια ζώα» τα οποία λυμαίνονται τις πόλεις και ξεπηδούν από τις σελίδες μιας επικαιρότητας που σαμποτάρει και την πιο προικισμένη φαντασία στο βωμό της ανεξάντλητης διαφθοράς, του καιροσκοπισμού και της υποκρισίας. Πού συμβαίνουν όλα αυτά; Μοναχά σ' ένα «τσίρκο ψύλλων», σε μια πόλη σαν την «Αμεριμνησία», μ' ένα Δημαρχείο- «έκτρωμα» που «έθαψε» το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού εμπνέοντας «εκρηκτικές φαντασιώσεις» στον ήρωα. Μια πόλη στην οποία δύσκολα δε θα αναγνωρίσετε τη Θεσσαλονίκη των τελευταίων 40 χρόνων, όπως την περιγράφει ο δημοσιογράφος Απόστολος Λυκεσάς στο δεύτερο μυθιστόρημά του «Το Τσίρκο των Ψύλλων» («Μεταίχμιο»). Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου, στις 20:00, στο βιβλιοπωλείο «Π. Κυριακίδης» (Αγ. Σοφίας 40, τηλ. 2310/241.613).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν
ο Χρίστος Τελίδης, δημοσιογράφος,
η Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη, αρχιτέκτων,
και ο συγγραφέας.
Ατμόσφαιρα μυστηρίου μπολιασμένη με καυστικό χιούμορ, ειρωνεία και αυτοσαρκασµό, σε μια ευθεία αναμέτρηση με τον αναγνώστη -κάτι που επιχειρεί, άλλωστε, 20 τόσα χρόνια και με τους ακροατές του-, ο Απόστολος Λυκεσάς διευκρινίζει στον «Α» σχετικά με τις αστυνομικές πτυχές του βιβλίου: «Η αστυνομική πλοκή χρησιμοποιείται ως όχημα αφήγησης, μπορεί όμως κανείς να το διαβάσει και ως περιπέτεια, αλλά κυρίως ως παραβολή, για την πόλη και τους ανθρώπους που έφτασαν από τα χωριά τους και ξετυλίγουν μέσα από τις ιστορίες του την ιστορία 40 χρόνων. Η αναφορά στη Θεσσαλονίκη είναι σαφέστατη, αλλά και ένας Τρικαλινός μπορεί να διαβάσει την ''Αμεριμνησία'' ως δική του πόλη, ενώ και ο κάθε πολίτης μπορεί να τη διαβάσει ως την Αμεριμνησία μέσα του, ως αδιαφορία για όσα συμβαίνουν».
Περιπέτειες στην Αμεριμνησία
Σκιαγραφώντας το βασικό ήρωά του, υπογραμμίζει: «Είναι ένα πρόσωπο επινοημένο, έξω απ' όλες τις συμβάσεις, που στέκεται απέναντι στα πράγματα, αλλά και στον εαυτό του. Η δική του προσωπικότητα δε μένει έξω από το πλάνο της κριτικής. Και μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει από ξινό και ιδιόμορφο μέχρι θεωρητικό επαναστάτη. Σαν ένα σφουγγάρι, που ρουφάει την απελπισία, αλλά δεν μπορεί να την εκτονώσει παρά μόνο στη φαντασία του. Μόνον εκεί ανατινάζει το νέο έκτρωμα Δημαρχείο». Στην ερώτηση αν είμαστε τσίρκο με την έννοια της ψυχαγωγίας ή με την έννοια της τραγωδίας, ο ίδιος απαντά: «Παραβολικά βλέπω τους ήρωες και τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη. Ζητάμε στην πολιτική υποκριτικές εξεταστικές 30 χρόνων, ενώ ξέρουμε τι γίνεται. Δεν είναι τσίρκο αυτό; Δεν είναι παράσταση, όπου μπήκαν θριαμβευτικά οι ήρωες μέσα στο προσκήνιο και δεν απέρχονται μέσα σε γενικό γιούχα, μην πω φτύσιμο, οι άλλοι; Υπάρχει μια σκηνή από τον Σαρλό που εκπαιδεύει ψύλλους, των οποίων, όμως, αναπόφευκτα είναι περιορισμένες οι ικανότητες. Τελικά είμαστε μια καρικατούρα και ως τέτοια καταλήγουμε πάντα σε τραγωδία». Οι περιπέτειες της «Αμεριμνησίας», όμως, βρίσκονται μόλις στο πρώτο μέρος μιας τριλογίας με το συγγραφέα να υπόσχεται πολύ πιο ενοχλητική συνέχεια: «Το δεύτερο βιβλίο αφορά στην επικαιρότητα μέσα από μια ιστορία που θα ξεκινά 1.000 χρόνια πριν διατρέχοντας τα σημαντικότερα ιστορικά σημεία της πόλης».
ΓΙΩΤΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ,εφημ."ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ"
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment