Wednesday, May 29, 2013

ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ

Το ξέρουν όλα τα μωρά, που συχνάζουν στην τραμπάλα. Όταν ο ένας είναι πάνω, ο άλλος είναι κάτω. Βάζει ο πρώτος το κορμί του να σηκώσει το βάρος του απέναντι, καρφώνει τα πόδια του στο χώμα, γίνεται στήριγμα, βαρίδι και θεμέλιο. Ατενίζει ο δεύτερος τον κόσμο από ψηλά, απολαμβάνει άνεση, ελευθερία και θέα. Χαίρεται τα πρωτεία του και τη μαγκιά του. Καταλαβαίνει, κάποτε, πως ήρθε η σειρά του να στηρίξει. Συνεργάζεται, προσγειώνεται, κρατάει γερά, για ν΄ απογειωθεί ο φίλος. Και πάει λέγοντας. Δε γίνεται αλλιώς. Δεν το επιτρέπει η κυκλοφορία. Κάτι σαν τα παλιά μονά ζυγά. Το κόκκινο και το πράσινο. Το σταμάτα και ξεκίνα. Το θέμα είναι, βέβαια, να μη μπλοκάρει το σύστημα. Γιατί αν είναι να μένει πάντα ο ίδιος πάνω κι αντίστοιχα ο ίδιος κάτω, τότε δεν πρόκειται για τραμπάλα, αλλά για μεγάλη αδικία της ζωής. Τότε πρόκειται για σκάνδαλο της μοίρας. Για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Και καλά, αυτός που βρίσκεται συνέχεια στα ψηλά, ποιός τη χάρη του, ο άτιμος καλοπερνάει. Ο άλλος, που ακουμπάει συνεχώς στη γη, πόσες αντοχές να μαζέψει δηλαδή? Πόσα κουράγια? Η ζωή είναι ομαδική υπόθεση. Κανείς δεν παίζει μόνος του. Κανείς δεν κρατάει μόνιμα την μπάλα. Μόνος του παίζει μόνο ο νεκρός. Νεκρό, δε σ΄ ενοχλεί κανένας. Πιάνεις το τσιφλίκι σου και σαπίζεις ανενόχλητος με το πάσο ή τη βιασύνη σου, αυτοκαλλιεργείσαι. Εσύ κάνεις τα κουμάντα. Όμως, ο ζωντανός εξαρτάται. Κι αυτή η εξάρτηση είναι μεγάλο πράγμα. Είναι το φτερό που σε πετάει μακριά και ταξιδεύεις, το σχοινί που σε τραβάει πίσω και δε χάνεσαι, ο λόγος για την ύπαρξη, η αιτία για το παιχνίδι. Ο δρόμος και η διαδρομή. Και πριν λίγο καιρό στο δρόμο συνάντησα ένα τυφλό ζευγάρι. Τυφλό, τελείως τυφλό, απ΄ αυτά που νομίζεις πως ίσως και να το κάνουνε στ΄ αστεία όλο αυτό, πως ίσως και να κάνουν πλάκα. Από ένα μπαστούνι κρατούσε ο καθένας καθώς βάδιζε κι είχαν ένα παιδί μαζί τους. Η πόλη κουδούνιζε τη ζωντάνια της στ΄ αυτιά τους, κροτάλιζαν τα τύμπανά τους, τα τσιμέντα ζέσταιναν τις πατούσες τους, αυτή είναι η θαλπωρή της πόλης σκέφτονταν, η βαριά οσμή της θάλασσας έπνιγε την αναπνοή τους, τη λαχταρούσαν μέρες. Όμως το βήμα τους δε σκάλωσε. Αυτό το τρίχρονο, μόλις, παιδί με ανοιχτά τα μάτια, τους έμπαζε με σιγουριά στο απόγευμα. Έκανε να χτυπήσει η μητέρα σ΄ ένα στύλο, το μπαστούνι της τσούγκρισε ελαφρά στο σίδερο, το πρόσωπό της όμως δεν άγγιξε την κολώνα. Γιατί εκείνη τη στιγμή την τράβηξε η μικρή διακριτικά και την προφύλαξε. Έτσι συνέχισαν τη βόλτα τους, απλά κι απαλά κι ας μη φαινόταν τίποτα, εγώ όλα τα είδα, τον πατέρα λίγο πιο μπροστά, σαν πατέρα, τη μητέρα με το παιδί της, σαν μητέρα με παιδί και το παιδί, σαν οδηγό και άγγελο και παιδί μαζί. Γιατί σαν όλα τα παιδιά, έτσι κι αυτό θα ΄χει παίξει σίγουρα στην τραμπάλα. Και θα το ένιωσε ίσως πως η ζωή, της μοιάζει εκπληκτικά. Και πως σε ένα διάστημα, δευτερολέπτων πάντα, οι δυο αναβάτες αιωρούνται ταυτόχρονα στο κενό. Στην αβεβαιότητα, στην άγνοια, στο όλα είναι πιθανά, μην αποκλείεις τίποτα. Όπως, το να οδηγείς εκείνους που θα ΄πρεπε να σ΄ οδηγούν. Αλλά ποιός νοιάζεται για το τί πρέπει, ζωή είναι εδώ, κράτα με και περπάτα.

theodosia kaidoglou


Monday, May 27, 2013

"Το γράμμα μιας άγνωστης" του Zweig, Stefan

Το γράμμα μιας άγνωστης


Της Ευγενίας Μυλωνά

Ο Στέφαν Τσβάιχ(Stefan Zweig,Βιέννη,Αυστρία,28 Νοεμβρίου1881- Πετρούπολη,Βραζιλία,23 Φεβρουαρίου1942) ήταν Αυστριακός συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιογράφος.

Γιος του Μόριτζ Τσβάιχ, πλούσιου Εβραίου βιομηχάνου, σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου το 1904 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Η εβραϊκή θρησκεία ελάχιστα επηρέασε την οικογενειακή ζωή και τη μόρφωσή του. "Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά" δήλωσε ο αργότερα σε μια συνέντευξη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκήρυξε την Εβραϊκή πίστη του και έγραψε επανειλημμένως άρθρα σχετικά με την Εβραϊκή ζωή. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας. Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε ειρηνιστής σε όλη του τη ζωή, τασσόμενος υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης. Το έτος 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στην Αυστρία κι έπειτα στην Αγγλία. Στη συνέχεια έζησε στην Αγγλία (στο Λονδίνο και από το 1939 στο Bath), και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940. Το 1941 πήγε στη Βραζιλία, όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η δεύτερη σύζυγός του, Lotte, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.

Για το Τσβάιχ ο φίλος του Ρομέν Ρολάν είχε γράψει προλογίζοντας το βιβλίο «Το γράμμα μιας άγάγνωστης» στην πρώτη του έκδοση το 1926: Είναι γεννημένος καλλιτέχνης....ο ποιητής με τη σημασία που δίνει ο Γκαίτε σ' αυτή τη λέξη. Γι' αυτόν η ζωή αποτελεί την ουσία της τέχνης.
Από τίποτα δεν εξαρτιέται και τίποτα δεν του είναι ξένο: καμιά μορφή τέχνης, καμιά μορφή ζωής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Το ΄΄Γράμμα μιας άγνωστης΄΄, είναι το γράμμα που γράφει μια γυναίκα , στο τέλος της ζωής της και απευθύνεται σε κάποιον που είχε γνωρίσει όταν ήταν έφηβη και αγάπησε παράφορα. Μέσα από αυτό το γράμμα ξετυλίγονται όλα όσα έζησε αυτά τα χρόνια...

Ανεκπλήρωτη αγάπη. Μια αγάπη συνυφασμένη με τα έντονα συναισθήματα αλλά και τον πόνο, τη μοναξιά... Από την μια ανυψώνει τον άνθρωπο στα ουράνια και την ίδια στιγμή τον προσγειώνει στη πιο σκληρή πραγματικότητα, στη συνεχή συνειδητοποίηση της απόρριψης. Όταν κάποιος αγαπά, ξεκλειδώνονται από τη καρδιά του τα πιο όμορφα συναισθήματα και εκφράζονται μες στα μάτια του όλες οι μορφές γαλήνης, γλυκύτητας και ψυχικής ευφορίας. Αν όμως αυτή η αγάπη δεν είναι αμφίδρομη, τα συναισθήματα γίνονται βασανιστικά.

Ολόκληρο το γράμμα περιτριγυρίζεται από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Τον έρωτα αυτής της έφηβης για έναν πετυχημένο συγγραφέα. Αυτή μένει στο απέναντι σπίτι. Χωρίς αυτός να το ξέρει, τον παρατηρεί συνεχώς, ακολουθεί όλες του τις κινήσεις, μαθαίνει τη ζωή του καλύτερα και από τον ίδιο. Έτσι, χτίζει τη ζωή και τα όνειρά της πάνω του χωρίς αυτός να έχει τη παραμικρή ιδέα για αυτό. Θα συναντηθούν τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτός δε θα θυμάται ποτέ τη κοπέλα, μα αυτή, κάθε φορά, θα παίρνει ανάσες ευτυχίας.

Σε αυτό το γράμμα του τα εξηγεί όλα με κάθε λεπτομέρεια, του αναλύει τη δική της αλλά και τη δική του ζωή που ξέρει τόσο καλά. Από την αρχή έως το τέλος που έχει ήδη έρθει για την ίδια.

‘’Αν είχες καταλάβει αυτό που πάντα είχες... Θα 'χες αυτό που δεν χάνεις ποτέ..."

Στο τέλος της ανάγνωσης θα αναρωτηθείτε αν αυτό ήταν Αγάπη ή Εμμονή… Όταν μπερδεύεται η αγάπη με την εμμονή, ο νους αρρωσταίνει και ο ερωτευμένος επιζητεί να χορτάσει τη δίψα του συνεχώς μη μπορώντας να περιορίσει αυτή την δηλητηριώδης για τη καρδιά του ιδέα.

Το βιβλίο έχει γυριστεί σε ταινία (Letter from an Unknown Woman, 1948), αλλά παίζεται και στο θέατρο με μεγάλη επιτυχία.

Καλή ανάγνωση



Το βιβλίο του  Zweig, Stefan "To γράμμα μιας άγνωστης" θα συζητηθεί στη Λέσχη Ανάγνωσης "Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα" στην Περιφερειακή Βιβλιοθήκη Κάτω Τούμπας την Τρίτη  4 Ιουνίου στις 8:00 μ.μ.

http://lesxianagnosiskatotoumpas.blogspot.gr/


Wednesday, May 15, 2013

Το λουλούδι και το αγέρι



«Ω, ανθρώπινη αγάπη! Μας δίνεις στη Γη αυτό που περιμένουμε στον Ουρανό.»
Edgar Allan Poe  1809-1849


Η λίμνη και το φεγγάρι

 Στον κάμπο
     Η νύχτα αποτραβιόταν νωχελικά πάνω από του κάμπου τις μορφές. Ανάμεσα απ’ τις χαραγματιές του σκοταδιού η σιλουέτα μια λίμνης διαγραφόταν αχνά. Καθάριος καθρέπτης τα νερά της, πρόσωπο υδάτινο που πάνω του ζωγραφιζόταν όλα του ουρανού τα μυστικά. Λίμνη - γυναίκα προαιώνια, αποβραδίς ψιθύριζε τραγούδια ερωτικά. Έσταζαν πίκρα οι φρύνοι αντάμα με τα βατράχια, κι έκλαιγαν με τις βραχνές φωνές τους, αφού για άλλονε ήταν τα τραγούδια. Στους ήχους της καρδιάς, τι απαλά που χτένιζε τις μπούκλες των μαλλιών της, μέχρι το ξημέρωμα θα φέγγιζαν εξαίσια στο αποχαιρέτισμα του φεγγαριού. Αχ πόσο ερωτευμένο ήταν μαζί της το χλωμό φεγγάρι, μα και αυτή κάθε βράδυ καρτέραγε ευλαβικά στον ξάστερο θόλο να δει τον ερχομό του. Τι ευτυχία ένοιωθε σαν δεν υπήρχαν σύννεφα να της το κρύψουν, καθώς εκείνο ανέβαινε στον ορίζοντα και της ασήμωνε με το φέγγος του τα υπέροχα μπουκλάκια. Τώρα στο θολό πρωινό την αποχαιρέταγε με μια υπόσχεση παντοτινή, ενώ οι πορφυροί ερωδιοί, όρθιοι μέσ’ τα ρηχά νερά της περίμεναν με λαχτάρα το πρώτο φως της μέρας. Λίγο μακρύτερα στις λασπωμένες όχθες, οι αργυροπελεκάνοι φρόντιζαν τα νεογέννητα μωρά τους, μέσα σε φωλιές με τέχνη καμωμένες από λιγνές αγριοκαλαμιές και περισσή αγάπη.

    

******

το λουλούδι και τ’ αγέρι

    Το  λουλούδι με την πρώτη ανάσα της αυγής ξεμύτισε δειλά. Γεννήθηκε στον κάμπο με τις πρώιμες ευωδιές της άνοιξης και άνθισε μέσα στις θαλπερές της μέρες. Έλαχε η φύτρα του να πέσει παράμερα και να βρεθεί μονάχο, σε ενός βράχου την τραχιά σχισμή. Σκληρή η ζωή του, δίχως χώμα εύφορο να το αναστήσει σαν τα άλλα τα λουλούδια.
    Μεσ’ στην αχλή του πρωινού, αφουγκραζόταν με όλες τις αισθήσεις. Μυστηριώδεις ήχοι κι εικόνες πρωτόφαντες ριγούσανε την ύπαρξη του. Ένα ελάχιστο κομμάτι του κόσμου κι αυτό το λουλουδάκι που
ζήταγε να μάθει όλα του τα ακατανόητα, μα δεν του ‘ταν μπορετό. Σαν σήκωνε το βλέμμα του, παρηγοριά έβρισκε ψηλά πάνω από τον μαβί ορίζοντα. Στην σιγαλιά του ουρανού και στο απαλό του μπλε θαύμαζε τις λαμπερές κουκίδες, τα μυριάδες αστέρια που ήταν καμωμένα από αστρόσκονη και γάλα μητρικό.  Τα λογάριαζε παρέα του κι ας αχνόφεγγαν από κόσμους μακρινούς. Φίλοι εφήμεροι, πριν να χαθούν ολότελα μέσα στην λάμψη του ήλιου.
 Ξάφνου μια ανάσα αγεριού στριφογύρισε γύρω από το λουλούδι. Με έναν ανάλαφρο χορό έγνεφε απαλά τα μικροσκοπικά του πέταλα και του τραγούδαγε έναν σκοπό μελωδικό, θαρρείς ερωτευμένη από το κάλος του.  Νεοφερμένη ήτανε στον κάμπο, σε αυτόν τον τόπο που έσφυζε από τα μυστήρια και τα ανείπωτα θαύματα του πλάστη.
     Πριν μέρες ένα μεγάλο σύννεφο που ταξίδευε βαρύ και ράθυμο στις χώρες του νότου είχε σπρώξει την αγέρινη ανάσα προς τον Βορρά, σε νέες πατρίδες. Εκείνη άρπαξε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε τόπους μακρινούς και ξεχύθηκε βοερά με την δύναμη της νιότης της. Πρώτα αναμετρήθηκε στ’ Αλγέρι με της ερήμου το καυτό ανάγλυφο. Έπειτα όπως ο νιόβγαλτος ναυτικός πάλεψε με τα κύματα και γεύτηκε την τραχιά αλμύρα στης Σύρτης τους αφρούς. Μέσα στην έξαψη της αντάρας φουρτούνιασε τα γαλανά νερά της Μεσογείου και αγρίμι σκέτο έτρεχε μανιάζοντας απάνου στα σκληρά τοπία, στις καμινάδες και στα στενοσόκακα της Μάλτας.   
      Σαν ξανοίχτηκε απ’ το νησί έμπλεξε στο διάβα της με ανέμους άγριους, φερμένους από τα βάθη του Ατλαντικού. Κείνοι της χάρισαν μόνο θυμό και την δύναμη του σαρκοβόρου. Έπειτα, ίδιο θεριό και τούτη, με χαλασμό μπήκε στην χώρα των Ρωμαίων και από εκεί στα απέραντα λιβάδια της Ευρώπης. Σάρωσε απ’ άκρη σε άκρη τις ομορφιές της και έμαθε να ξεζουμίζει την ζωή, να στήνει ξέφρενα γλέντια στις γης τα καπηλειά.
   Κάποτε μέσ’ στην ζάλη του ποτού η μοίρα της άλλαξε την ρότα. Αρχές της άνοιξης αντίκρισε τα σμαραγδένια νησιά του Ιονίου, μα τώρα δίχως την σκληρή μορφή της. Ήσυχη σαν το ρυάκι του καλοκαιριού θαμπώθηκε από την εύθραυστη ομορφιά τους. Παιχνίδισε στα τουρκουάζ νερά της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου και άκουσε τα θροίσματα των δέντρων της Ιθάκης που τραγουδούν αιώνες τώρα την ιστορία του βασανισμένου Οδυσσέα τους, για την αγάπη στον τόπο και στην Πηνελόπη του. Μαγεμένη από την ομορφιά αυτής της χώρας σκαρφάλωσε στης Πίνδου τις απάτητες πλαγιές με τα παρθένα δάση. Από εκεί αγνάντεψε τις μυριάδες βουνοκορφές που ορθώνονταν στην μικρή χούφτα ευλογημένης γης που λέγεται Ελλάδα. Με μια δρασκελιά βρέθηκε μέχρι τον Όλυμπο, το ιερό βουνό των Θεών τ’ αρχαίου κόσμου. Θυμάρι και αλμύρα, στα πόδια της τα γαλανά νησιά του Αιγαίου, αμέτρητα μέχρι εκεί που χάνεται το βλέμμα.  Όλα τους στολίζονταν από μικρά ξωκλήσια και χαμηλά φτωχόσπιτα με τις ασβεστωμένες τους αυλές να λάμπουν πάστρα και φιλότιμο, αγιόκλημα και γιασεμί. Αυτός ο τόπος την εξάγνισε απ΄ την σκληράδα της ζωής, πάλι έγινε μια απαλή ανάσα που τώρα περιδιάβαινε  τους κάμπους της Ελλάδας. Τότε ήταν που έλαχε να ανταμώσει με τούτο το μοναχικό λουλούδι. Σαν το αντίκρισε στου βράχου την σχισμή μαγεύτηκε από την σπάνια ομορφιά του και ζήτησε από την αυγή να γίνει ένα μαζί του, να χαθεί μέσ’ τα καρδιόσχημα άνθη του λευκού μενεξέ. Η ανάσα του αγεριού ζήταγε να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ίσως δεν έμενε πολύς καιρός πριν κάποιο άλλο σύννεφο να την σπρώξει πέρα μακριά στο άγνωστο….. 



Στην πόλη



ΑΝΘ
+
Θ
Ε
Α
Γ
Ε
Ν
Ε
Ι
Ο

   Η κατακόρυφη πινακίδα λαμποκοπούσε κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Το γκριζωπό τσιμεντένιο θεριό που την κράταγε στα χέρια του, ασυγκίνητο από την ομορφιά του κόσμου ορθώνονταν ψηλά, ψηλότερα από όλες τις ταράτσες, πάνω από την σκουριασμένη θάλασσα των κεραιών.   
     Πέμπτη, όπως κάθε μέρα ο κόσμος πολύς, σμάρι από ανήσυχες μέλισσες. Σε όλο το ισόγειο το αδιαχώρητο, τα ίδια και στον πρώτο όροφο. Βαριά η μυρωδιά, ένα αποπνικτικό κοκτέιλ χλωρίνης, ιδρώτα και υγρού χνώτου είχε καταλάβει τους χώρους. Τα εξωτερικά ιατρεία δέχονταν νέους ασθενείς, επανεξετάσεις, παραπεμπτικά, αποτελέσματα, αιμοληψίες, εισαγωγές. Αγωνία, σύγχυση, αναμονή που σπάει νεύρα, παντού συνωστισμός, δυσκολευόσουν να κινηθείς ακόμα και στην καφετέρια. Στον μικρό κήπο, στην μόνη ανάσα του νοσοκομείου, τα λιγοστά παγκάκια ήταν γεμάτα. Κάποιοι για να χαρούν τον ήλιο είχαν επιστρατέψει καρέκλες, κασόνια, μαντήλια, εφημερίδες, ότι ήταν πρόσφορο για κάθισμα.
    Μέρα πραγματικά ανοιξιάτικη, χαρά θεού. Η πόλη είχε ζωθεί από όλες τις μεριές της από  καταπράσινους αγρούς.  Άφριζαν στο αεράκι τα κίτρινα κύματα των ανθισμένων αγριολούλουδων. Η γης γεννούσε και γεννιόταν, η Δήμητρα αγκάλιαζε για άλλη μια φορά την αγαπημένη Περσεφόνη της που επέστρεφε από το βασίλειο του Άδη.
    Ευλογημένη εποχή, τα κρύα χάθηκαν, μα είχαν αφήσει παντού τα σημάδια τους. Τον παγερό χειμώνα που τώρα ταξίδευε κατά τον νότο της υδρογείου οι τραχιές του μέρες είχαν σύρει ξοπίσω τους ανυπόφορες νυχτιές. Δεν έφτανε που θέριζε η ανεργία και το ψωμί έμπαινε με το ζόρι στα σπιτικά, οι άρχοντες της πατρίδας ψήφισαν νόμους που οι τιμές των καυσίμων γινήκαν απλησίαστες. Ο «πολιτισμός» του πετρελαίου και του φυσικού αερίου παραγκωνίστηκε, τα λιγοστά δάση της χώρας που γλύτωσαν από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού δέχθηκαν επίθεση από παντός τύπου ξυλοκόπους,  επί το πλείστον παράνομους. Οι σόμπες μπουκωμένες με ότι μπορούσε να καεί και τα μέχρι πρότινος “διακοσμητικά” τζάκια στα εύπορα σπιτικά, ανασκουμπώθηκαν και έπιασαν δουλειά. Γνώρισαν νέες δόξες βομβαρδίζοντας τις γειτονιές με βλαβερή αιθάλη.  
     Σε μια κρυφή γωνιά του ανθισμένου κήπου ανάμεσα στις πασχαλιές, ένας νεαρός άντρας ντυμένος με τις γαλάζιες πιτζάμες του τάιζε τους σπουργίτες. Γύρω στα τριανταπέντε έμοιαζε, είχε όμορφες πινελιές στο πρόσωπο όμως ήταν καταπονημένο, μόλις και συνέρχονταν από την μεγαλύτερη μπόρα της ζωής του. Στην άλλη άκρη του ξεθωριασμένου ξύλου κάθονταν μέχρι πριν από λίγο δυο πωλητές φαρμάκων που έκλαιγαν την μοίρα τους για την αναδουλειά και την μιζέρια που είχε πέσει στον κλάδο. Σκέφτονταν σοβαρά να φύγουν από την χώρα  - όπως τόσοι άλλοι - να βρουν αλλού την τύχη τους. Τα σπουργίτια φέρονταν λες και ήθελαν να τους αλλάξουν την διάθεση, ίσως και την γνώμη. Βάλθηκαν να τους πουν για την όμορφη άνοιξη, για την ζωή τους που ήταν τόσο απλή και τόσο ευτυχισμένη δίχως λεφτά. Τους τιτίβιζαν δυνατά και χαρούμενα ένα σωρό ιστορίες της φύσης όμως αυτοί οι δυο ήδη ταξίδευαν για χώρες μακρινές, μεγάλες αποφάσεις. Εκείνη την ώρα απλώς αποφάσισαν να φύγουν από το νοσοκομείο μιας και είχαν τελειώσει κι έπρεπε να συνεχίσουν τις επισκέψεις τους αλλού.
   Υπέροχα πλάσματα αυτά τα σπουργίτια, τώρα και ο ίδιος μπορούσε να διαβεβαιώσει πως ήταν αλήθεια, αυτά τα πουλιά δεν έφευγαν ποτέ από τον κήπο του νοσοκομείου. Πρώτη φορά το άκουσε από έναν ετοιμοθάνατο άντρα λίγες ημέρες μετά την εισαγωγή του εκεί. Θυμόταν την λειωμένη μορφή του, το ωχρό δέρμα, τα μισοσβησμένα μάτια που τρεμόπαιζαν οι σπίθες της ζωής. «Νίκο, τα σπουργίτια μένουν εδώ, για πάντα» του είχε ψιθυρίσει στο αυτί «Είναι μικροί άγγελοι που δίνουν παρηγοριά σε εμάς». Έτσι ήταν από την πρώτη μέρα που έπιασαν φιλίες τον εμπιστεύθηκαν και έτρωγαν το σιταράκι τους μέσα από την χούφτα του. Αυτός σιγά - σιγά τα έμαθε και τους έβγαλε και ονόματα. Τόσο πολύ τον αγαπούσαν που ανέβαιναν ακόμα και στο κεφάλι του και τιτίβιζαν από εκεί χαρούμενα. Αρκούσε όμως και ένα μόνο σύρσιμο ξένων βημάτων και εξαφανίζονταν σβέλτα μέσα στις πολύχρωμες φωλιές τους.
- Καλημέρα.
- Και για εσένα εύχομαι, απάντησε δίχως κατ’ αρχήν να κοιτάξει ποια τον καλημέριζε. Μηχανικά σήκωσε την τσάντα με το σιτάρι για τα πουλιά και την απίθωσε πλάι στα πόδια του ώστε να κάνει χώρο στο παγκάκι. Η άγνωστη κάθισε ήσυχα. Όταν γύρισε να την κοιτάξει τα άχρωμα του χείλη τεντώθηκαν από την έκπληξη σαν να έβλεπε μια οπτασία στα πόδια του τσιμεντένιου όγκου. Πλάι του κάθονταν μια ονειρική κοπέλα τυλιγμένη με μια λεπτή ροζέ ρομπίτσα.
      Μέσα στον κηπάκο με τα εξαίσια χρώματα ο Νίκος είδε την άνοιξη να προβάλλει στο πρόσωπο της πιο εκτυφλωτική από ποτέ. Ομορφοπλασμένη, λυγερόκορμη, αταίριαστη ομορφιά κάτω απ’ τα δόντια του θεριού.  Ένα ελαφρύ θρόισμα παιχνίδιζε ανέμελα με τις καστανές της μπούκλες.  Η επιδερμίδα της αλαβάστρινη, έλαμπε και μοσχοβολούσε σαν ανθός λεμονιάς. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε ζωγραφίσει τα θελκτικά της χείλη, στα ψηλά βουναλάκια τους μπορούσε να δει ολόδροσα ρυάκια να τρέχουν σε κόκκινες ρεματιές, έτοιμα να ξεδιψάσουν με ένα τους φιλί. Υπνωτισμένος, σχεδόν δεν ανέπνεε στο πλάι της, πολύχρωμες πεταλούδες φερμένες από λιβάδια ουτοπικά χορεύανε ολόγυρα του, κι εκείνος ζούσε μονάχα για να ταξιδεύει στην μορφή της. Έβαλε μηχανικά το χέρι στην σακούλα και σκόρπισε στον αέρα αμέτρητους σπόρους για να ξεφύγει ενστικτωδώς από την ύπνωση του. Τα πουλιά τινάχτηκαν από τις ανθισμένες κρυψώνες τους και γέμισαν την αυλή με τιτιβίσματα χαράς.
- Είναι τόσο όμορφα είπε εκείνη ενθουσιασμένη, κοιτούσε τα πουλάκια να φέρνουν γύρες στον κήπο, να τσιμπολογάνε, να κάθονταν στο κεφάλι του Νίκου, να φτερουγίζουν ευτυχισμένα με την ζωή τους. Χαίρονταν πραγματικά αυτές τις ανέμελες στιγμές, στο βλέμμα της είχε μια πρωτόγνωρη παιδικότητα σαν να ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια χαρούμενα καμώματα.  Ο Νίκος ψέλλισε ένα
- Ναι, και χαμογέλασε με τους φίλους του, δεν πατούσε πια στο φτωχό γρασίδι του κήπου, καθώς αυτή κοιτούσε την παράσταση των πουλιών εκείνος βρήκε την ευκαιρία να καταδυθεί μέσ’ στις μελένιες λίμνες των ματιών της. Ήταν καινούργια εδώ, στα σίγουρα δεν την είχε ξαναδεί. Αυτό το όμορφο θηλυκό είχε έρθει σαν το αγέρι να αναζωπυρώσει την φλόγα της ύπαρξης του, ήταν η άνοιξη που πήρε μορφή γυναίκας κι ήρθε και κάθισε στο πλάι του. Τόσες δύσκολες ώρες σβήστηκαν όλες μονομιάς. Τι όμορφη μυρωδιά που είχαν οι πασχαλιές, αχ αυτές οι πασχαλιές, πως είχαν γενεί ξαφνικά τόσο πιο όμορφες, τόσο πιο μωβ; Και τα πουλάκια του; Τι τιτιβίσματα αγγελικά άκουγε τώρα…..  Ένα κουδούνισμα ακούστηκε δυνατά, ήταν το αναθεματισμένο το κινητό της, η κοπέλα σηκώθηκε και γρήγορα χάθηκε μέσα στο νοσοκομείο.

    Στον τέταρτο όροφο είχε πέσει ησυχία μετά το απογευματινό επισκεπτήριο. Ο ήλιος κουρασμένος από τον κάματο της μέρας ξαπόσταινε για λίγο πίσω από τις πολυκατοικίες της οδού Παπαναστασίου πριν να συνεχίσει το ταξίδι του για τις πατρίδες πέρα από τον Ατλαντικό. Οι τελευταίες αχτίδες φώτιζαν αμυδρά το δωμάτιο. Ο Νίκος υπολόγισε ότι σε λίγο ο πορφυρός δίσκος θα έπρεπε να δύει στο βάθος του ορίζοντα απέναντι από το  αγαπημένο του παγκάκι δίπλα στο ξενοδοχείο Macedonia Palace. Αυτή η εικόνα τον επισκέπτονταν συχνά τέτοιες ώρες. Σε αντίθεση όμως με την πραγματικότητα τα χρώματα της δεν έσβηναν μα τονίζονταν υπερβολικά , ξεχείλιζαν από τα βουνά και την θάλασσα και έβαφαν τον ουρανό, ο ήλιος τότε δεν έδυε παρά ανέβαινε ψηλά και έλαμπε μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων.
    Κοίταξε τον σιδερένιο ορθοστάτη, τουλάχιστον τέλειωνε ο ορός και θα μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Μήνες ολάκερους πάλευε εδώ μέσα το θεριό που τον κατέτρωγε. Εγχειρήσεις, θεραπείες, εξετάσεις, καινούργια σχήματα θεραπειών από τους γιατρούς και πάλι ρίχνονταν σε νέες μάχες. Γλυκομίλητοι οι γιατροί και καλοσυνάτοι όλοι οι νοσηλευτές ακόμα και οι τεχνικοί, πολλούς φίλους είχε που τον στήριζαν. Όλοι το παραδέχονταν, εδώ μέσα ο πόνος λυγίζει και τους πιο δύστροπους χαρακτήρες, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, στέκεται πλάι του. Μόνο ένα παράπονο είχε για μια κοπέλα, για αυτήν που νόμιζε γυναίκα της ζωής του. Δεν άντεξε την ασθένεια του, λιποψύχησε. Ας ήταν καλά αυτός δεν της κρατούσε κακία.
     Κοίταξε την γαλήνια μορφή που αναπαυόταν ήρεμα, τον έλεγαν μπάρμπα Μέλιο, μόνιμος και αυτός στο διπλανό κρεβάτι. Αν και γέροντας η λιονταρίσια του μορφή σωνόταν ακόμα στο δυνατό μέτωπο και τα καλόκαρδα μάτια.  Όταν συνέρχονταν από τις χημειοθεραπείες στον έκτο όροφο και είχε τις καλές του, εκείνος του έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα νιάτα του. Ο Νίκος μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να ακούει τις περιπέτειες του.
      Πάντα αψηφούσε τον θάνατο, από παιδί ακόμα ο μπάρμπα Μέλιος. Σαν έγινε παλικαράκι τον βρήκε ο πόλεμος, στην πόλη του την Κατερίνη. Δεν άντεξε να βλέπει τους κατακτητές. Με έναν ξάδερφο του καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερο έφυγαν κρυφά για την Αθήνα, και από εκεί με καΐκια για την Τουρκία με προορισμό την Μέση Ανατολή. Φλογισμένοι εθελοντές, ζήταγαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς, να τους αφανίσουν. Ο ξάδερφος δεν πρόλαβε πιάστηκε στην Σάμο από τους Ιταλούς και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, αυτός πέρασε απέναντι μια ανεμοδαρμένη νυχτιά. Γλύτωσε τον θαλασσο-πνιγμό μαζί με άλλους δυο μόνο, από δέκα άντρες. Λες και ο θάνατος σεβάστηκε την ανδρειοσύνη του και δεν τον άγγιξε σε τόσες και τόσες μάχες. Τομπρούκ, Μπυρ-ελ-Αράμπ, Ελ Αλαμέιν, Βεγγάζη. Πρώτα με τους Άγγλους, έπειτα με την ελληνική ταξιαρχία πολέμησε με πάθος τους Γερμανούς του Afrika Korps. Γενναία, με την τόλμη των νιάτων του μάχονταν μέχρι την συνθηκολόγηση του Άξονα. Σαν επέστρεψε στον τόπο του ήρωας πια δεν πέρασε ελάχιστος καιρός και πικράθηκε, με όλα που συνέβαιναν. Αυτός πολέμησε για ιδανικά και τώρα τι; Τα αδέλφια έχυναν αναμεταξύ τους ποτάμια αίματος. Πίσω στις πόλεις τους οι συμπολεμιστές του γυρνούσαν άνεργοι και πεινασμένοι, σκυλιά στους δρόμους. Μόλις ξεμπέρδεψε με τον στρατό χώθηκε στο δωμάτιο του και βγήκε πολύ αργότερα σαν έσβησαν τα αποκαΐδια του εμφυλίου. Δεν έκανε δική του οικογένεια παρά στάθηκε σαν αληθινός πατέρας στα παιδιά του ξαδέρφου του. Τίμιος και αγνός πορεύτηκε στην ζωή του, σαν τις αιώνια χιονισμένες κορφές του τόπου του.

    Στον πέμπτο όροφο η Νάντια, η κοπέλα με την ροζέ ρόμπα κοιτούσε σκεφτική έξω από το παράθυρο. Στις αντικρινές πολυκατοικίες μια νεαρή νοικοκυρά έπλενε επίμονα κάθε γωνιά του μπαλκονιού της ενώ ένας πιτσιρίκος έκανε σκανταλιές πίσω από την πλάτη της. Λίγο παραδίπλα μια γριούλα φρόντιζε τα λουλουδάκια της στοργικά, στο βάθος οι βραχίονες του λιμανιού δούλευαν ασταμάτητα μέχρι να φορτώσουν ένα τάνκερ που σάλπαρε σε λίγο για Σαγκάη. Η ζωή κυλούσε αβίαστα εκεί έξω, όμως γι’ αυτήν είχε παγώσει. Πριν από λίγη ώρα ο γιατρός της, την είχε προειδοποιήσει ότι το πρόβλημα της υγείας της ήθελε μεγάλη προσοχή. Μπορεί τα επαγγελματικά της να μην το επέτρεπαν όμως εκείνη έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο μέχρι να ολοκληρωθούν κάποιες εξετάσεις που ο θεράπων έκρινε απαραίτητο να γίνουν δίχως αναβολή. Αυτά μόνο, δίχως περαιτέρω διευκρινήσεις. Καταλάβαινε πολλά, όμως δεν είχε το κουράγιο να ρωτήσει τίποτα παραπάνω, έτρεμε και μόνο στο άκουσμα της λέξης καρκίνος. Δεν ήταν καινούργιος για αυτήν, είχε προηγούμενα μαζί του. Πριν δέκα χρόνια άνοιξαν τους λογαριασμούς τους όταν της είχε πάρει πρώτα τον πατέρα. Η μητέρα της δεν άντεξε τον χαμό του συντρόφου της. Η καρδιά της, δυο χρόνια μετά αρνήθηκε να χτυπάει άλλο, έγινε ένα πρωινό ενώ έπινε καφέ στο μπαλκονάκι τους που κρέμονταν πάνω από την Σάρτη. Της είχε κάνει την χάρη, να μην ζει χώρια από το ταίρι της, να βλέπει μόνη το γαλάζιο του ουρανού……
   Η Νάντια ήταν η μοναχοκόρη τους, δυναμική γυναίκα. Δεν το έβαλε κάτω, εκμεταλλεύτηκε τις καλές σπουδές της δούλεψε σκληρά και έγινε διευθυντικό στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία τροφίμων. Ιδιαίτερα απαιτητική θέση. Το πρόγραμμα της δεν είχε ωράριο, ούτε γνώριζε σύνορα. Οι αποδοχές της υψηλές όμως και οι υποχρεώσεις δυσανάλογες για μια νεαρή γυναίκα, ενάντια στην φύση. Όταν πριν τέσσερα χρόνια αναλάμβανε την θέση υπέγραφε και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό που στην ουσία της απαγόρευε να γίνει μητέρα για τα επόμενα χρόνια. Η απόλυτη φιλοσοφία των πολυεθνικών υλοποιούνταν σε αυτά τα συμφωνητικά, ψυχή και σώμα έπρεπε να ανήκουν και να εργάζονται άοκνα για την επίτευξη των στόχων της εταιρείας.  

   Ο Νίκος κατέβαινε αργά τα καλοσφουγγαρισμένα σκαλοπάτια βαστώντας για σιγουριά το πρασινωπό κάγκελο της σκάλας. Παρατήρησε το πόσο όμορφα λαμποκοπούσαν κάτω από το φως των λαμπτήρων. Το απορρυπαντικό είχε σβήσει όλα τα ίχνη της μέρας από πάνω τους, πάστρα μύριζε ο τόπος.
«Μακάρι να υπήρχε και ένα, όχι από τα ενέσιμα κοκτέιλ που ετοίμαζαν στο ιατρείο πόνου, όχι, να υπήρχε ένα μαγικό χαπάκι που να έσβηνε μονομιάς τον πόνο στο σώμα και την ψυχή του κάθε ανθρώπου», αυτό θα ήταν υπέροχο σκέφτηκε.  Στο μυαλό του ήρθε και πάλι η εικόνα της. Δεν είχε σταματήσει να την σκέφτεται, και μάλιστα αγωνιούσε αν θα κατέβαινε αύριο στον κήπο. Μια άσχημη σκέψη για την υγεία της τρύπωσε στο μυαλό του, όμως καθώς ψηλάφισε στο θυμητικό του το όμορφο της πρόσωπο γρήγορα έφυγε το μαύρο σύννεφο από την σκέψη του.
   Επιτέλους είχε φτάσει στον πρώτο όροφο, φυσικά τέτοια ώρα δεν περίμενε να συναντήσει ψυχή εκτός από κανέναν βιαστικό νοσηλευτή. Απέναντι του τα τελευταία κεριά αργοπέθαιναν στο πολυκαιρισμένο μανουάλι. Δεν ήταν ο τυπικός πιστός, στην ζωή του σπάνια είχε πατήσει το πόδι του στην εκκλησία, μόνο στα παιδικά του χρόνια ήταν τακτικός της Κυριακής τα πρωινά αλλά από εκεί και πέρα….. Όμως εδώ ήταν διαφορετικά. Ήταν το μέρος που μπορούσε να απομονωθεί τις ώρες που ένοιωθε την ανάγκη, μακριά από την οχλοβοή και τον καπνό των τσιγάρων που από χρόνια μαζί με τις πίκρες είχαν ποτίσει τα μπαλκόνια του νοσοκομείου. Όταν χάνονταν και τα τελευταία ξέφτια της μέρας εξαφανίζονταν στο εκκλησάκι του νοσοκομείου και διάβαζε. Με τις ώρες έμενε πλάι στα εικονίσματα παρέα με τα βιβλία του. Στο ζεστό κόκκινο που σκορπούσαν τα καντήλια αυτός ρουφούσε όλα τα σοφά λόγια και τα μεγάλα ερωτήματα ενός παρ’ ολίγο αφορισμένου. Διάβασε αχόρταγα τον “καπετάν Μιχάλη”, “ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Ο φτωχούλης του Θεού”.  Και όχι μόνο δεν τον έκαψε ο θεός που διάβαζε τον Ν. Καζαντζάκη μέσα στον ναό του, νόμιζε κιόλας πως οι ασκητικές μορφές του χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά μέσα απ’ τα εικονίσματα τους, και το βλέμμα της Παναγιάς γίνονταν ακόμα πιο στοργικό, περασμένα μεσάνυχτα πολλές φορές.
   Άναψε ένα κερί και μπήκε στο εκκλησάκι. Ερημιά όπως πάντα τέτοια ώρα. Ο εσταυρωμένος Μα όχι, είχε γελαστεί. Σαν γύρισε την πλάτη του είδε την κοπέλα του κήπου να κάθεται πίσω - πίσω στα στασίδια. Στο πρόσωπο της φέγγιζαν οι υγρές σταλαγματιές των ματιών της, ίδιες σαν αίμα. Αυτός κατάλαβε αμέσως, δεν χρειαζόταν και πολλά για να κατανοήσει ότι η γυναίκα που βρίσκονταν απέναντι του  μόλις ξεκινούσε το δυσκολότερο και πιο αβέβαιο ταξίδι στην ζωή της. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και έμειναν εκεί ακίνητα, το ένα χαμένο μέσα στ’ άλλο.
Ο Νίκος περπάτησε πιο κοντά της, ένιωθε τον πόνο που είχε φωλιάσει σε σώμα και ψυχή, έβλεπε στα μάτια της και την ανάγκη να τα μοιραστεί. Ήταν τόσο δυνατή η επιθυμία του να της παρασταθεί που αυτό υπερνικούσε κάθε μια και όλες μαζί τις αναστολές του.
- Συναντηθήκαμε το πρωί στον κήπο.
 - Τάιζες τα σπουργίτια, μου άρεσε πολύ να σας βλέπω. 
- Ναι είμαστε καλοί φίλοι χαμογέλασε ο Νίκος, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ και εσύ δεν είχες ύπνο;
- Δεν είχα σε ποιόν άλλον να μιλήσω και ήρθα στο εκκλησάκι… το αστείο είναι ότι έχω να πατήσω χρόνια σε εκκλησία.
- Α μην ανησυχείς και εγώ μια από τα ίδια, είναι όμως καλοί δεν κρατάνε κακία, κι οι δυο τους ξέσπασαν σε γέλια…….
- Σε ευχαριστώ το είχα ανάγκη……….
- Ααα…. Νίκο με λένε, σειρά σου τώρα.
- Νάντια.
- Σήμερα ήρθες;
- Όχι προχθές αλλά ο γιατρός μου ζήτησε πολλές εξετάσεις, ύστερα δεν είχα όρεξη.
- Σε καταλαβαίνω.
- Εσύ, είσαι καιρό εδώ πέρα;
- Ναι αλλά τώρα όλα πάνε καλά, σε λίγες μέρες μου είπαν ότι θα μπορώ να γυρίσω στην μοναξιά μου.
- Πολύ χαίρομαι, βλέποντας τον Νίκο να χαμογελά συμπλήρωσε, όχι για την μοναξιά, για την υγεία σου εννοώ.
- Κοίτα Νάντια…. ένα ολόγιομο φεγγάρι πρόβαλε πίσω από τον ανθισμένο κήπο που γνωρίστηκαν, σηκώθηκε ψηλά και στάθηκε πάνω από τις πολυκατοικίες. Τα ασουλούπωτα τσιμεντένια οικοδομήματα μοιάζανε κομμάτια ασήμαντης μακέτας κάτω από τον ασημένιο δίσκο που έλαμπε αφύσικα την ανοιξιάτικη βραδιά. Ένα ακόμα δάκρυ κύλησε στο όμορφο πρόσωπο της την στιγμή που δεν το περίμενε ο Νίκος. Δίχως να το σκεφτεί, της σκούπισε το δάκρυ και ύστερα αναπάντεχα ακόμα και για τον ίδιο την αγκάλιασε τρυφερά. 
- Όλα θα πάνε καλά….. ξέρεις γιατί;  Η Νάντια ανίκανη να αφήσει το καταφύγιο που της χάρισε έμεινε να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.  Όλα θα πάνε καλά πρέπει να το πιστέψεις, γύρω μας, μέσα μας συμβαίνουν θαύματα, παντού, αρκεί να πιστεύουμε σε αυτό που μας έφερε στην ζωή, σε αυτό που τώρα μας έφερε κοντά, σε αυτό που θα σταθεί δίπλα μας από αύριο το πρωί. Η φωνή του σαν μαγικός αυλός μελωδικά σκορπούσε τις λέξεις στον αέρα. Τα λόγια μπερδεύτηκαν με στίχους κι οι Θεοί, κι άνθρωποι, οι δαίμονες κι οι άγγελοι σώπαιναν εκστατικά: 




πιστεύετε στα θαύματα;
                                                                                                    
ρώτησε το φεγγάρι στο μπαλκόνι μου σκορπίζοντας ανταύγειες τα μεσάνυχτα
ψιθύρισε η γαρδένια στο περβάζι μου με το λευκό της άρωμα
απόρησε μες στις πευκοβελόνες το σπουργίτι ραμφίζοντας τα ψίχουλα του ανέμου

εγώ κι εσείς κι όλα όσα βλέπετε είναι θαύματα τους χαμογέλασε δειλά η άνοιξη τριγύρω
και θαύματα όσα ποτέ σας δεν θα δείτε

με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως
πριν απ’ το φως
πέρα απ’ το φως


Εκείνη ξέσπασε με λυγμούς, αγωνία, φόβος θαυμασμός, μια σπίθα που γινόταν φωτιά, κόκκινη σαν τα μάτια της που ζητούσαν τα πάντα, και έτρεμαν το τίποτε.
- Μου το χάρισε κάποτε ένας άγνωστος φίλος, στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό βιβλίο, μια ποιητική συλλογή. Κάθε μέρα διάβαζα και ένα ποίημα για να βρίσκω το θάρρος, να συνεχίσω να πολεμάω. Στο δανείζω για όσο χρειαστεί……
     Εκείνο το ξημέρωμα τους βρήκε μαζί, να προϋπαντούν με ατέλειωτες συζητήσεις την μέρα που χάραζε μεθυστική. Και θα ήταν έτσι για μέρες ακόμα. Πλησίαζε το Πάσχα και η Μεγαλοβδόμαδα μαγιάτικη, μέσα στα χρώματα έφτανε.   
     Η Νάντια πάλευε με θάρρος. Οι γιατροί της έδιναν κουράγιο, είχε κάνει και μια φίλη, μια ηλικιωμένη νοσοκόμα που την φρόντιζε σαν να ήταν η ίδια η μάνα της. Γιατί αυτή η γυναίκα κάθε εβδομάδα άφηνε την σκουριά της σύνταξης που είχε πάρει πριν λίγο καιρό, και πήγαινε να προσφέρει , να πολεμήσει στο νοσοκομείο. Έτσι κι αυτήν όπως και άλλα παιδιά εκεί μέσα τα ένοιωθε δικά της, σαν τα παιδιά της που μεγάλωσαν και ζούσαν μακριά της.
     Ο Νίκος όπως του είχαν υποσχεθεί οι γιατροί τέλειωνε από το Θεαγένειο. Μπορούσε να βγει, να κάνει Ανάσταση στο σπίτι του. Ήταν ένα όνειρο να γλυτώσει και τώρα που γινόταν πραγματικότητα το μυαλό του δεν το απασχολούσε τίποτε άλλο εκτός από την Νάντια. Και όταν θα του έδιναν εξιτήριο αυτός θα ήταν εδώ, θα ξημεροβραδιαζόταν στο πλάι της.

     Ο Πέτρος από την τεχνική υπηρεσία θα του έκανε την χάρη, τα είχαν κανονίσει όλα. Ήταν ένας άντρακλας δυο μέτρα και καμιά πενηνταπενταριά χρονών, με σκληρά χαρακτηριστικά που μπέρδευαν και ρούχα μονίμως μαυρισμένα. Όταν σπάνια τύχαινε να είναι θυμωμένος έτρεμε η γης, μα η καρδιά του ήταν μαλακή, πουπουλένια, χατίρι δεν χαλούσε.
-  Έλα, ο Νίκος την έπιασε από το χέρι και μπήκαν στο ασανσέρ. Ανέβηκαν μέχρι τον δέκατο όροφο στην τεχνική υπηρεσία, ψυχή δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. 
- Ο μπάρμπα Μέλιος έφυγε για το βουνό των Θεών, είπε ο Νίκος, όχι θλιμμένα πιο πολύ νοσταλγικά, για όλη την συντροφιά που έκαναν εδώ μέσα. Είχε προλάβει να τον γνωρίσει και η Νάντια. «Η ματιά του ήταν τόσο καθαρή και ήσυχη», είχε πει στον Νίκο εκείνη την μοναδική φορά που συναντήθηκαν.   
«Να πολεμάτε πάντα για τα ιδανικά σας. Μην φοβηθείτε τον εχθρό, όσο θεριό και αν μοιάζει. Εγώ πάω στον τόπο που με γέννησε η μάνα μου, σαν έρθει ο χάρος ας με βρει εκεί» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του, μ’ αγκάλιασε και χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου…...
  Η τεράστια σιλουέτα του τεχνικού πρόβαλε πίσω από την πόρτα του ανελκυστήρα.
- Ε, κοιτάτε ο ήλιος βαράει, σύντομα μην μου ζαλιστείτε και ποιος μας σώνει μετά, θα γυρίσω σε λίγο.
- Να είσαι καλά Πέτρο, του φώναξε ο Νίκος πριν εξαφανιστεί πίσω από την σιδερένια πόρτα της ταράτσας.
- Σε ευχαριστώ του φώναξε και η Νάντια ευτυχισμένη.
     Μ. Δευτέρα προχωρημένη άνοιξη, ο Ηλιοκράτορας μεσουρανούσε πονετικός. Κυκλικά μέχρι τα βάθη του ορίζοντα οι ψηλότερες βουνοκορφές κουβαλούσαν ακόμη τα λευκά ρούχα του χειμώνα που τα εγκατέλειψε βιαστικός επάνω στην φυγή του. Ο μακεδονικός κάμπος απέραντος, έσφυζε από τις πολύχρωμες ανταύγειες και τα οργωμένα χώματα. Το Σέιχ Σου και όλα τα υψώματα μέχρι τον Χορτιάτη μια καταπράσινη αγκαλιά γύρω από την τσιμεντούπολη. Κι θάλασσα στραφτάλιζε παντού το χρυσογάλανο της, για να γίνουν στα μάτια εκείνης όλα μια εικόνα.
    Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το αεράκι που σηκώθηκε, σε όλη μου την ζωή λάτρευα τον άνεμο τον δυνατό που παρέσερνε τα πράγματα, τις τύχες των ανθρώπων. Τώρα όμως είσαι εσύ, και θέλω να είμαι δίπλα σου, δίχως ανατροπές, να ζήσω την αγάπη. Το αεράκι πήρε την φωνή της Νάντιας και την ανέμιζε πολύχρωμη κορδέλα πάνω σε γειτονιές και δρόμους, μέσ’ την πολύβουη Θεσσαλονίκη.   
   Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ο Νίκος με προσοχή έβγαλε από την τσέπη του σαν φυλακτό τον εύθραυστο μίσχο που του είχε δώσει κρυφά πριν από λίγη ώρα ο συνεργός του. Ήταν ένα σπάνιος λευκός μενεξές με φύλλα σε σχήμα καρδιάς.
- Για εσένα…. είναι η καρδιά μου, πρόφερε γλυκά ο Νίκος. Χωρίς επισημότητες, με τα νυχτικά τους στην τσιμεντένια ταράτσα, στον κάμπο της πόλης, το αγέρι και το λουλούδι ενώθηκαν κάτω από το λαμπερό φως του Μάη με ένα φιλί, υπόσχεση αγάπης.

     Ξημέρωνε Μ. Παρασκευή και ο Νίκος δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, σήμερα έβγαινε. Στο ημίφως του δωματίου κοιτούσε το άδειο κρεβάτι του μπάρμπα Μέλιου, του έρχονταν οι τόσες και τόσες στιγμές που πέρασαν οι δυο τους. Πόσο θα ήθελε να στοίχειωναν τα δυο κρεβάτια, κι όλα στο νοσοκομείο, να μην χρειαζόταν ποτέ άνθρωπος να έμπαινε ξανά εδώ. Να το κάνανε λέει ένα μεγάλο μουσείο ιατρικής και να γέμιζε από τις εικόνες όσων πολέμησαν, όσων έζησαν, όσων χάθηκαν μέσα σε αυτούς τους τοίχους.   
    Θυμήθηκε μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του. Κάποιες μέρες ήταν τόσο άσχημα που πίστευε πως δεν υπήρχε ελπίδα να ζήσει, σε αυτές τις κρίσιμες ώρες αντιλαμβάνονταν πως και τα πιο μικρά πράγματα στην καθημερινότητα έχουν τόσο μεγάλη αξία. Δεν θα αγχωνόταν ποτέ πια για ανούσια πράγματα και καταστάσεις, ποτέ δεν θα παραμελούσε τις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας.  Ένα καλό βιβλίο, ένας καφές με φίλους στο κέντρο, μια βόλτα στην Ν. Παραλία με ομίχλη, μια ωραία ταινία στα προσεχώς, στο κοντινό μέλλον που εκείνο το διάστημα για τον ίδιο δεν ήταν καθόλου δεδομένο πως θα ξύπναγε το επόμενο πρωί. Τώρα όμως θα έπρεπε να ήταν αχάριστος με την τύχη του. Όχι μόνο είχε βγει νικητής αλλά είχε γνωρίσει το πιο όμορφο, το πιο γλυκό κορίτσι στην γη….
   Η ώρα είχε φθάσει, μετά τις επισκέψεις των γιατρών και τις ευχές όλων ολοκλήρωσε και τις τελευταίες διαδικασίες για το εξιτήριο του και πήρε το ασανσέρ για τον πέμπτο.  Θα έβλεπε την Νάντια για να την χαιρετήσει, όχι για πολύ αφού το απόγευμα θα έρχονταν πάλι, αλλά σαν επισκέπτης αυτήν την φορά.

   Ο Πέτρος τον βοήθησε να γυρίσει σπίτι του, ήταν ένα ανθρώπινο ράκος. Πως είχε συμβεί αυτό, ποιος θεός είχε θυμώσει μαζί του και του το έκανε αυτό; Η Νάντια είχε εξαφανισθεί χωρίς να πει ούτε μια κουβέντα, ένα αντίο, μόνο τα ποιήματα είχε πάρει μαζί της. Τι της είχε κάνει; Τις τελευταίες δυο μέρες φαίνονταν προβληματισμένη και αυτός προσπαθούσε να της φτιάξει το κέφι, δεν είχε καταλάβει οτιδήποτε που θα έφερνε μια τέτοια εξέλιξη.
    «Ίσως να μην ήθελε τους γιατρούς της, να φοβόταν πως η νοσηλεία της δεν είναι ότι το καλύτερο για αυτήν, μήπως της είχαν πει κάτι τόσο άσχημο; Μα και σε αυτόν όλα ήταν εναντίον του έδιναν λίγους μήνες ζωής και όμως άντεξε και στο τέλος νίκησε, μαζί θα το παλεύαμε». Χίλια δυο ερωτηματικά τον τυραννούσαν δίχως να μπορεί να βγάλει κάποιο βάσιμο συμπέρασμα.
  Μ. Σάββατο, έξω ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τους δρόμους. Οι μυροβόλοι επιτάφιοι είχαν γυρίσει εχθές πένθιμα στις γειτονιές μα σήμερα όλα ήταν αλλιώτικα. Γύρω από τις εκκλησιές χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν να πάρουν το «Άγιο Φως» και να ακούσουν μήνυμα της Αναστάσεως, τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα και τα βεγγαλικά να μετατρέπουν την νύχτα σε πανδαισία σχημάτων και χρωμάτων. Ο Νίκος είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα και έβλεπε τους ανθρώπους ευτυχισμένους να γιορτάζουν. Ζεστή βραδιά δεν κουνιόταν φιλαράκι, το κύμα φωτός βγήκε από τα ιερά και άναψε τις χιλιάδες λαμπάδες. Όλοι τώρα ετοιμάζονταν για τις ευχές, και τα τσουγκρίσματα των κόκκινων αυγών.  Ο Νίκος χαμένος μέσα στην μοναξιά και στις σκέψεις του ξαφνιάστηκε σαν ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη». Από διάφορα σημεία της πόλης ομοβροντίες κωδωνοκρουσιών και κάθε λογής πυροτεχνημάτων έσχιζαν την νυκτερινή σιγή, ο σκοτεινός ουρανός κάθε τόσο έλαμπε απ’ τα χρώματα.
- Τι ειρωνεία, μονολόγησε μέσα στον γιορτινό χαλασμό, πριν λίγες μέρες όλος ο κόσμος ήταν δικός μου.……
*****
   Ήταν κρίμα γιατί κανείς δεν γνώριζε για να μεταφέρει στον Νίκο αυτά που πραγματικά συνέβησαν. Ο περιφερειακός διευθυντής Βαλκανίων και Μέσης Ανατολής είχε επιπληχθεί για την ολιγωρία του. Ήταν ακατανόητο για αυτούς το ότι είχε εμπιστευθεί ένα δημόσιο νοσοκομείο σε μια χρεοκοπημένη χώρα για την νοσηλεία υψηλόβαθμου στελέχους ακόμα και αν η ίδια επέμενε να μείνει και εξέφραζε την απόλυτη εμπιστοσύνη της στους γιατρούς. Η εταιρεία αποφάσισε να την μεταφέρει άμεσα στην Αμερική για νοσηλεία σε ειδικό κέντρο. Δεν υπήρχε λεπτό για χάσιμο, η εντολή ήταν σαφής. Δεν το έκαναν από συμπόνια, το υπαγόρευε η εταιρική πολιτική και τα συμφέροντα τους, εξάλλου πλήρωναν πολλά στην ασφαλιστική για να έχουν τις καλύτερες παροχές τα ανώτερα στελέχη τους. Η Νάντια είχε φύγει με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν αναγκασμένη, οι εξετάσεις και τα αποτελέσματα ψηφιοποιήθηκαν και στάλθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχε μιλήσει στον Νίκο, δεν άντεχε να τον αποχαιρετήσει, γιατί ίσως και να ήταν η τελευταία τους φορά. Ήθελε όμως να τον κρατήσει στην καρδιά της το τελευταίο τους βράδυ, και κάθε μέρα για όσο θα ζούσε να τον αισθάνεται στα χέρια της, στην μυρωδιά που είχε ποτίσει το βιβλίο που της χάρισε.

Ένα χρόνο μετά

     Η γης έκανε ακόμη μια στροφή γύρω από την αιωνιότητα και έτρεξε ο χρόνος σαν ποτάμι στων ανθρώπων τις ζωές. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν φιλότιμα να βγάλουν τον Νίκο έξω από τον κόσμο του, να τον γνωρίσουν και με καμιά κοπέλα αλλά αυτός τους απέφευγε όσο πιο διπλωματικά μπορούσε. Μετά από πίεση τους ακολούθησε κάποιες φορές όμως δεν είχε νόημα, το καταλάβαιναν και οι ίδιοι πως ήθελε τον χρόνο του. «Θα του περάσει σύντομα, πάει τόσος καιρός» συμφωνούσαν όλοι.

    
Η καμπάνα της παραλιακής εκκλησίας καλούσε για την ακολουθία του Νυμφίου. Μ. Τρίτη, είχε φτάσει πάλι η Μεγαλοβδόμαδα ανθοστολισμένη. Εκείνος βρέθηκε να περπατά πλάι στην θάλασσα που πάφλαζε ήρεμα στην προβλήτα. Στον ήχο της καμπάνας θυμήθηκε το εκκλησάκι του νοσοκομείου, την Νάντια, το ποίημα που της διάβασε. Συμβαίνουν θαύματα……χαμογέλασε πικρά. Ο ήλιος είχε γείρει κατά τον ορίζοντα όταν έφτανε στον αγαπημένο του παγκάκι. Θυμήθηκε την εικόνα που ο ήλιος αντί να δύει ανέβαινε αντίθετα, ψηλά μέσα στα χρώματα. Από τότε στο Θεαγένειο είχε να την δει, είχε χαθεί και εκείνη μαζί με την Νάντια. Τον βασάνιζε η εξαφάνιση της, που δεν είχε μάθει το παραμικρό. Δεν είχε ούτε τα τηλέφωνα της. Ένα που βρήκε στο νοσοκομείο ήταν του πατρικού της, κανείς δεν απαντούσε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι θα έφευγε έτσι ξαφνικά και δεν είχε κρατήσει τίποτα δικό της από τον πραγματικό κόσμο. Θα μπορούσε να ρωτήσει, να ψάξει, να βρει την εταιρεία της, όλα τα σκέφτηκε αλλά σταμάτησε γιατί, γιατί μέσα του κυριάρχησε ο φόβος, ίσως και να μετάνιωσε, ίσως υπήρχε ένας άντρας που την αγαπούσε πριν από αυτόν. Ότι και να ήταν θα το δεχόταν φτάνει να ήξερε ότι είναι καλά, φτάνει μόνο να μπορούσε να την δει έστω για ένα λεπτό. Όλοι του έλεγαν ότι θα έπρεπε να την ξεχάσει, για το καλό του, μα δεν μπορούσε στον τόπο που την γνώρισε. Το είχε αποφασίσει, θα έφευγε μακριά για το Πάσχα δεν θα κάθονταν στην πόλη…..να θυμάται. Θα έκοβε ένα εισιτήριο για την Αθήνα και θα κατέβαινε κάπου, στην τύχη, θα γνώριζε καινούργιους ανθρώπους, νέους τόπους, καλύτερα έτσι. Όταν αποφάσιζε να γυρίσει θα έβρισκε να ασχοληθεί με κάτι που άξιζε επιτέλους, θα γέμιζε την ψυχή του, από λεφτά δεν είχε ανάγκη. Θα έκλεινε την επιχείρηση υπολογιστών που είχε, έτσι και αλλιώς δεν δούλευε για βιοπορισμό. Οι θετοί γονείς του, του είχαν αφήσει αρκετή περιουσία, σε διάφορες μορφές επενδύσεων, για να μην έχει τέτοια ανάγκη.
Κάθονταν στο παγκάκι του μόνος όπως πάντα κι ο ήλιος έδυε, το πορτοκαλί της θάλασσας ξεθώριαζε, σκοτείνιαζε στην παραλία. Μια αδύνατη γυναικεία σιλουέτα με κοντό αγορίστικο μαλλί πλησίασε κι έκατσε αθόρυβα στο πλάι του, η φωνή της που έτρεμε απαλά, άρχισε να του διαβάζει στίχους από ένα βιβλίο που είχε την μυρωδιά του, από ένα ποίημα αγαπημένο:

 

θα αγαπηθούμε ατέλειωτα

θα σκοτεινιάσει ο ουρανός στην παραλία
και θα απομείνουν τα σκόρπια φώτα
και η υγρή τους λάμψη στα πλακάκια
η θάλασσα θα ψιθυρίζει ένα παλιό σκοπό
καθώς στο βάθος θα ανατείλει το περπάτημά σου
ένα χαμόγελο ύστερα
το ανεπαίσθητο άρωμα της προσμονής
μια λέξη πριν το άγγιγμά σου
θα αγαπηθούμε ατέλειωτα
εκείνο το θλιμμένο δειλινό ως το χάραμα

 


    Έγιναν μια αγκαλιά…. το μοναχικό λουλούδι του κάμπου και το αγέρι του Νοτιά έγιναν για πάντα ταίρι. Ο ήλιος γύρισε ψηλά, δεν θα έδυε ποτέ ξανά όπως δεν δύει η αληθινή αγάπη.  Οι δυο τους θα ήταν για πάντα μαζί, λουσμένοι από φως και χρώματα.

Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΜΑΪΟΣ 2013


Αφιερωμένο στην μνήμη του Απόστολου Γκάνα που μας συγκλόνισε όλους τον Σεπτέμβρη του 2012 με την αγάπη του για την Μαρία της καρδιάς του και έδειξε σε όλους μας την δύναμη της αγάπης που υπερβαίνει τον θάνατο #TolisLovedMaria  http://docamiok.blogspot.gr/

Στην Τζώρτζια την διαδικτυακή του φίλη που την σκεφτόταν παρά τα δικά του προβλήματα υγείας. Η Τζώρτζια συνεχίζει να παλεύει την νόσο του lyme με την βοήθεια των ανθρώπων της και όλων των διαδικτυακών της φίλων. http://mylymeupdates.blogspot.gr/


Στην Μαριάννα Ζαχαριάδη την Κύπρια πρωταθλήτρια στο άλμα επί κοντώ που έχασε την άνιση μάχη με τον θάνατο την Μ. Δευτέρα στις 29.4.2013.


 Στον Παναγιώτη Μιχαήλ από την Κύπρο που νίκησε δυο φορές τον καρκίνο και ίδρυσε την ΜΚΟ  “Μείνε δυνατός” http://www.bestrong.org.gr

Στον μικρό Γιώργο μας του 23ου Δημοτικού Τούμπας και στους γονείς του που τον στηρίζουν για να δίνει στο νοσοκομείο της «ΕΛΠΙΔΑΣ» την πιο σκληρή του μάχη για την ζωή.

Στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικού του Θεαγενείου της Θεσσαλονίκης για το έργο που προσφέρουν στους ανθρώπους που έχουν απόλυτη ανάγκη την βοήθεια τους.

Στον τεχνικό - ηλεκτρονικό του Θεαγενείου και καθηγητή μου Κωνσταντίνο Πλασταρά. 

Στις στιγμές που περάσαμε στο νοσοκομείο μαζί με τον πατέρα μου πριν δώδεκα χρόνια.

Στην δική μου Μαρία.

Σε ένα μικρό σπουργίτι……..

Πολλές ευχαριστίες στην  κυρία Κυριακούλα Πούλιου – Γκόγκα για τις πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά με το νοσοκομείο, για την μακρόχρονη προσφορά της που συνεχίζει πέρα από την σύνταξη και την τυπικότητα ενός επαγγέλματος.


Θα ήθελα να εκφράσω για ακόμη μια φορά ην απεριόριστη αγάπη και εκτίμηση μου στον Ντίνο Παπασπύρου και τον Τόλη Νικηφόρου.

Τα ποιήματα: 
α. πιστεύετε στα θαύματα;
 β. θα αγαπηθούμε ατέλειωτα
ανήκουν στην ποιητική συλλογή “To μυστικό αλφάβητο” του Θεσσαλονικιού ποιητή Τόλη Νικηφόρου εκδόσεις Μανδραγόρας Αθήνα 2010 

Οι πίνακες ζωγραφικής είναι έργα του Θεσσαλονικιού ζωγράφου Ντίνου Παπασπύρου:

  1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-185, Φεγγαρόστρατα, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011
  2. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ Άνθη (11), τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011
  3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-154, Στο πάρκο με πανσέληνο, τέμπερα 48Χ38 εκ., 2010
  4. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ Γλυκό Μαγιάτικο ξημέρωμα στη Χαλκιδική Τέμπερα, 20Χ38 εκ., 2007
  5. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-99, Λιόγερμα στη Νέα Παραλία, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011
  6. ΜΕΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ-99, τέμπερα + φωτογραφία, Τόλης + Μαρία, 24Χ19 εκ., 2013









Wednesday, May 8, 2013

"Η δεξιά τσέπη του ράσου"


Η δεξιά τσέπη του ράσου

Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Το 1997, ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου. Από τότε οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο". Έχει γράψει τα βιβλία "Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 - 1946" (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και "10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940", ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του "Aνάμισης ντενεκές" (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, "Η δεξιά τσέπη του ράσου", νουβέλα (Εστία 2009), "Ήλιος με δόντια", μυθιστόρημα (Εστία 2010), "Λαγού μαλλί", νουβέλα (Εστία 2010), "Η άλωση της Κωσταντίας", μυθιστόρημα (Εστία 2011), "Το ζουμί του πετεινού", νουβέλα (Εστία 2012)

Η υπόθεση του βιβλίου έχει ως εξής:
   Σ’ ένα ξεχασμένο κι απομακρυσμένο μοναστήρι σε κάποιο νησί του Αιγαίου ζει ένας μοναχός, ο Βικέντιος. Είναι μόνος του σ' ολόκληρο το μοναστήρι. Ο Βικέντιος διαθέτει το χάρισμα να ζει μια ολοκληρωμένη ζωή και να την ζει με τρόπο πολύ απλό, αφιερωμένος ολόψυχα στη σκληρά απαιτητική καθημερινότητα του μοναστηριού όπου ενηλικιώθηκε ως δόκιμος· δοσμένος ολόκαρδα στην ρουτίνα της καθημερινότητας, όταν αργότερα ανέλαβε ο ίδιος τα ηνία της σχεδόν εγκαταλελειμμένης μονής. Τηρεί ευλαβικά τους κανόνες της μοναστικής ζωής, αλλά χαίρεται και τις μικρές, άδολες εγκόσμιες χαρές, όπως το αγνάντεμα της θάλασσας, τους περίπατους στην εξοχή γύρω από το μοναστήρι για το μάζεμα τριφυλλιών, την κουβέντα με τους σποραδικούς επισκέπτες του μοναστηριού και, φυσικά, την τρυφερή σχέση με τη σκυλίτσα Σίσσυ ή, αργότερα, με τα κουτάβια της.
Η σκυλίτσα του η Σίσσυ, που την υπεραγαπά είναι η μόνη του συντροφιά. Τη νύχτα που πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, γεννάει η σκυλίτσα του μοναχού Βικέντιου. Η σκυλίτσα χάνεται πάνω στη γέννα και ο μοναχός, που προπαντός δεν αντέχει τη μοναξιά, αγωνίζεται να κρατήσει στη ζωή τουλάχιστον ένα από τα τρία κουτάβια της. Μέσα από αισθήματα πένθους προσπαθεί να σώσει έστω κι ένα μικρό κουτάβι…. Ένα-ένα όμως τα σκυλάκια πεθαίνουν και ο Βικέντιος τα θάβει δίπλα στην μητέρα τους. Το τελευταίο θα το βάλει στην δεξιά τσέπη του ράσου του για να το έχει πάντα μαζί του.
Αφού ενταφιάζει την Σίσσυ κοντά στον ιστό της σημαίας, μετά κατεβάζει την σημαία μεσίστια, περισσότερο για την σκυλίτσα του, παρά για τον αρχιεπίσκοπο. Μετά, μέσα σε έντεκα ημέρες, δηλαδή όσες μεσολάβησαν από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου μέχρι την ανακοίνωση του διαδόχου του, παίζεται το όλο δράμα στο μοναστήρι με τα 3 ορφανά κουταβάκια. Ουσιαστικά, όμως, η αφήγηση περιορίζεται στις επτά πρώτες ημέρες, συμπλέκοντας όσα συμβαίνουν στο μοναστήρι με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ελλάδος Την ημέρα της εκλογής του Ιερώνυμου, το τρίτο κουτάβι ανοίγει τα μάτια του και βαφτίζεται προς τιμήν του.
Ο Βικέντιος, αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις να μη μείνει μόνος!!«Κανένα εξωτερικό γεγονός (ο θάνατος του κορυφαίου ιεράρχη, τα εκκλησιαστικά καθήκοντα, οι κοινωνικές υποχρεώσεις του μοναστηριού ) δεν είναι σε θέση να παρηγορήσει τον Βικέντιο και τον φόβο της μοναξιάς ο οποίος τον καταλαμβάνει όταν πεθαίνει η σκυλίτσα του - μόνο όταν θα επιζήσει ένα από τα κουτάβια, θα κατορθώσει κι ο μοναχός να αποκαταστήσει επαφή με το περιβάλλον και να ισορροπήσει.

Καλή ανάγνωση
Ευγενία Μυλωνά


 "Η δεξιά τσέπη του ράσου" του Γιάννη Μακριδάκη
Παρουσίαση του βιβλίου στη Λέσχη Ανάγνωσης "Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα" της Περιφερειακής Βιβλιοθήκης Κάτω Τούμπας   στις 14 Μαϊου στις 8:00 μ.μ.