Friday, April 22, 2011

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ


Μ. Σάββατο κάπου το δείλι.
Ήταν λίγη ώρα που η θάλασσα είχε καταλαγιάσει και πια ακουγόταν μοναχά ο ελαφρύς παφλασμός της. Πριν το πρώτο φως της μέρας ένας δυνατός σιρόκος φερμένος από τα βάθη της Μεσογείου μπουκάρισε στον κόλπο του Θερμαϊκού τρικυμίζοντας την επιφάνεια του ολημερίς. Η ήρεμη και μελαγχολική διάθεση της φύσης την μεγαλοβδόμαδα είχε διακοπεί βίαια το χθεσινό βράδυ. Λίγο μετά τον επιτάφιο θρήνο με τις μαυροντυμένες μυροφόρες να ψάλλουν “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον ” συνοδεύοντας τον Επιτάφιο στις γειτονιές τους, τα μολυβί σύννεφα που πολιορκούσαν από το μεσημέρι τον Χορτιάτη ξεχύθηκαν προς την πόλη φέρνοντας μια ανοιξιάτικη νεροποντή. Όλα ήταν ήρεμα μέχρι τα ξημερώματα όταν ο δυνατός άνεμος όρμησε στην πόλη μέσα από την υδάτινη αγκαλιά της όπως οι Σαρακηνοί πειρατές μερικούς αιώνες πριν. Τώρα στο μεταίχμιο της μέρας ο άνεμος είχε αλλάξει, ένα ελαφρύ ξερό αεράκι έπνεε απ’ την μεριά του Βαρδάρη. Ψηλά μια ραχοκοκαλιά από γκριζωπά σύννεφα γλίστραγε ταξιδιάρικα προς τον νότο μέσα σε έναν μωβ ουρανό με ροζέ αποχρώσεις.
Στο ημίφως του έγχρωμου δειλινού, πλάι στην θάλασσα, ίσα που διακρίνονταν ο ετερόκλητος όγκος. Αποτελούνταν από τέσσερα ανόμοια σε μέγεθος και σχήμα κομμάτια. Πρώτα υπήρχε μια βιτρίνα ψυγείο, πεταμένη στα παλιοσίδερα από καιρό. Πολλά ήταν τα χρόνια που από τα άγρια χαράματα, σε παγωνιές και ζέστες η “Δημητρούλα” γυρνούσε με τον ιδιοκτήτη της σε όλες τις λαϊκές αγορές της Σαλονίκης και των γύρω χωριών. Φορτωμένη με κάθε λογής τυριά και παραδοσιακά γιαούρτια δούλευε ακούραστα περιμένοντας να έλθουν οι νοικοκυρές για να διαλέξουν τα καλούδια της και να την ξεφορτώσουν μέχρι το άλλο χάραμα. Τώρα η τύχη την είχε σφιχταγκαλιάσει μαζί με ένα σκουριασμένο καυστήρα πετρελαίου. Αυτός μέχρι πριν λίγα χρόνια – όταν του έκλεψαν την εργασία κάτι πολυκαιρισμένες, γριές ξυλόσομπες - ζέσταινε κατά τους παγερούς χειμώνες της νύφης του Θερμαϊκού τους ενοίκους της οδού Αγίου Δημητρίου, στον αριθμό 44. Στα νιάτα του στην νεόδμητη πολυκατοικία κατοικούσαν μερικές από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Οι δεξιώσεις και τα πάρτι ήταν κάτι το συνηθισμένο σε αυτόν τον αριθμό. Σχεδόν όλη οι αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης περνούσε από αυτά τα κοσμικά γεγονότα, ήταν οι εποχές του μεγαλείου της. Κάποια χρόνια πριν τον στείλουν αναγκαστικά στην σύνταξη πάλευε με το νοθευμένο πετρέλαιο που του έτρωγε τα σωθικά. Όταν τον ξήλωσαν από το υπόγειο του, οι εύπορες οικογένειες είχαν φύγει από καιρό και το κτήριο κατοικούνταν από μοναχικούς υπερήλικες, οικογένειες Ελλήνων εργατών και πάμπτωχων μεταναστών φερμένων από χώρες που επικρατούσε η πείνα και ο πόλεμος.
Το τρίτο από τα κομμάτια ήταν ο σκουριασμένος θάλαμος ενός μικρού φορτηγού. Τις προηγούμενες δεκαετίες ο καπάτσος έμπορος δεν είχε αφήσει στις περιοδείες του χωριό για χωριό, γειτονιά για γειτονιά σε όλη την βόρεια Ελλάδα. Πωλώντας επί πιστώσει νεοτερισμούς και είδη προικός στις νοικοκυράδες και τις ανύπαντρες που τον περίμεναν κάθε μήνα με τα νέα του εμπορεύματα, σπούδασε τα τρία του παιδιά και καμάρωσε μία δικηγόρο και δυο αρχιτέκτο-νες πριν βγει οριστικά στην σύνταξη. Τέλος σφιχτά δεμένος ήταν και ένας πρασινωπός μπουφές με περίτεχνα σκαλιστές πόρτες και συρτάρια που η κυρία Μαρία είχε λειώσει πάνω του τόνους από βαμβακερά πανιά και γυαλιστικό για να τον κρατάει πάντοτε καθαρό και καλογυαλισμένο. Όμως οι κληρονόμοι της φαίνεται ότι δεν τον εκτίμησαν δεόντως αφού βρέθηκε στα σκουπίδια μόλις την επομένη της αναχώρησης της για το πιο μακρινό ταξίδι, το μοναδικό από αυτά που ποτέ δεν είχε κάνει στην ζωή της η άτεκνη, καλοκάγαθη νοικοκυρά.
Τα τέσσερα ανόμοια αντικείμενα με την βοήθεια ενός χοντρού άσπρου μουσαμά, μερικών κοντραπλακέ και πλεγμένων σκοινιών ενώνονταν σε μια τέτοια διάταξη που έμοιαζε λες και κάποιος επιτήδειος τα είχε αφήσει εκεί προστατευμένα αντί κάποιας επί μισθίου αποθήκης. Όμως με μια δεύτερη ματιά ένας προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στην πραγματικότητα αυτό το συνονθύλευμα αντικειμένων ήταν ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα. Το κάθε ένα κομμάτι χρησίμευε και σε κάτι. Τοίχος, κουζινούλα, ντουλάπα, ραφιέρα, βιβλιοθήκη. Ο ιδιοκτήτης του το είχε στήσει εκεί λίγα μέτρα από την θάλασσα εκπληρώνοντας ένα παιδικό όνειρο του από τα σκληρά χρόνια της μοναξιάς και της σκληρότητας του ορφανοτροφείου.
Αν εκεί στέκονταν ένα αληθινό σπιτικό το σημείο θα ήταν πράγματι ειδυλλιακό. Εμπρός στα φαρδιά του παράθυρα θα ανοίγονταν διάπλατα η θάλασσα και το αλλοτινό προσφυγικό ψαροχώρι η Καλαμαριά με το μικρό Καραμπουρνάκι της, τα φυσικά λιμανάκια και την θαλασσινή εκκλησιά της πλάι στο ναυτικό όμιλο. Τις γλυκές μέρες που η διαύγεια φτάνει μέχρι τον ορίζοντα, από τα ευρύχωρα μπαλκόνια οι ένοικοι του θα μπορούσαν να δουν δίχως δυσκολία όλη την υδάτινη επιφάνεια μέχρι και το τελείωμα του κόλπου στα δυτικά και έπειτα στην γη της Πιερίας να ορθώνεται μεσ’ στην αχλή το αγέρωχο βουνό των ολύμπιων θεών, αφήνοντας εκστατικό το βλέμμα και την ψυχή τους. Εκεί υπάρχει μόνο η ταπεινή παράγκα από τα σκόρπια αντικείμενα, όμως ο ιδιοκτήτης της δεν χάνει τίποτα από την ομορφιά του τοπίου που μαγεύει κάθε μέρα την ψυχή του. Απέραντο το κάλλος, όμως τον χειμώνα οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Οι παγερές ψεκάδες από τα αφρισμένα νερά του Θερμαϊκού φτάνουν μέχρι την πόρτα της παράγκας που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κάθετο σκίσιμο στον χοντρό μουσαμά ίσα – ίσα για να χωράει κάποιος να χωθεί μέσα.
Έξι δεκαετιών και τριών χρονών έγραφε η πολυκαιρισμένη ταυτότητα του. Τον χειμώνα εδώ πάνω ο καιρός δεν χωρατεύει. Με το κρύο, την υγρασία και τον παγερό βαρδάρη αστεία δεν χωρούν σε τούτη την πόλη, ειδικά κοντά στην θάλασσα. Πολλές φορές αν και ήταν φασκιωμένος με κανά δυο παντελόνια, μερικές μπλούζες και δυο σκοροφαγωμένα παλτά είχε την αίσθηση πως ήταν γυμνός. Καλά όταν ήταν νέος, οι κακουχίες περίσσευαν τόσα χρόνια στους δρόμους, αλλά τώρα; Ήταν δύσκολα, όμως η αγάπη του για την θάλασσα θα υπερίσχυε ακόμα και όταν το σώμα του δεν θα άντεχε, θα ζούσε εκεί μέχρι να τον έπαιρναν μακριά είτε οι άνθρωποι, είτε το χέρι του θεού.
Προχωρημένος Απρίλης πια, η υγρασία και το κρύο είχαν υποχωρήσει , ο καιρός ήταν καταδεκτικός ακόμα και δίπλα στο κύμα. Ο χειμώνας είχε παραδώσει ανεπιστρεπτί τα κλειδιά του κόσμου στην άνοιξη. Αυτό το δειλινό μέσα στην παραθαλάσσια παράγκα η θερμοκρασία ήταν ανεκτή. Κατάχαμα στο τσιμεντένιο δάπεδο έχασκε μια κόκκινη λεκάνη γεμάτη νερό. Στο τραπεζάκι το πινέλο, η κρέμα ξυρίσματος και ένα πολυκαιρισμένο ξυραφάκι, μόλις είχαν τελειώσει την κοπιαστική δουλειά τους. Στην μέση του δωματίου ο ηλικιωμένος άντρας φρεσκοξυρισμένος και καθαρός, ανάλαφρος, σκεφτόταν την αποψινή βραδιά, μετά από χρόνια θα πήγαινε και αυτός στην Ανάσταση.
Συλλέκτης παλαιών αντικειμένων ή παλιατζής. Του άρεσε να αλλάζει τον επαγγελματικό του τίτλο αναλόγως των περιστάσεων και των συνομιλητών του. Ήταν ένα παιδί του ορφανοτροφείου που είχε περάσει σχεδόν από όλα τα ιδρύματα της Θεσσαλονίκης του 50 και 60. Οι γονείς, αγνώστου ταυτότητος. Τον παράτησαν ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα του 1948 στην εκκλησιά του Αγ. Μηνά στο κέντρο της πόλης και έφυγαν κυνηγημένοι, σκέτα αγρίμια για το βουνό, με φόντο τον αλληλοσπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου. Ήταν μόλις λίγων ημερών εκείνο το υγρό πρωινό που τον βρήκε φασκιωμένο με μια μάλλινη κουβέρτα ο υπέργηρος νεωκόρος του ναού. Από τότε ξανά δεν ένοιωσε την αγκαλιά τους, ούτε ποτέ έμαθε κάτι για αυτούς. Παρόλα αυτά πολλά ήταν τα βράδια που τους ονειρεύονταν. Η μάνα του μελαχρινή, γλυκιά και λαμπερή σαν ηθοποιός φωτορομάντζου. Ο πατέρας ψηλός, γεροδεμένος με ένα πλατύ χαμόγελο ίδιος ο Κάρι Γκράντ. Όπως και στα όνειρα του, όταν ακόμα ήταν μικρούλης τους περίμενε να εμφανιστούν πίσω από την ψηλή καγκελόπορτα των ορφανοτροφείων μια Κυριακή πρωί. Λαχταρούσε να τον αγκαλιάσουν, να τον φιλήσουν και έπειτα να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι τους, σε ένα πραγματικό σπίτι, με ένα δωμάτιο δικό του, ολόδικο του. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά ποτέ κανείς δεν διάβηκε την καγκελόπορτα για αυτόν, ούτε καν εμφανίστηκε κάποιος συγγενής. Κανείς δεν ρώτησε για αυτόν, κανείς δεν σκέφτηκε σοβαρά να τον υιοθετήσει. Μόνος στον κόσμο. Έτσι το πήρε απόφαση το ορφανό, ο Θωμάς. Μιας και δεν τον ήθελαν ούτε οι γονείς του, μήτε κανείς ξένος, θα πορευόταν στην ζωή μονάχος του, ανεξάρτητος και ελεύθερος.
Στα δεκαπέντε του ο κυρ Τάσος ο επιστάτης του είχε πει να αλλάξει γιατί μπορεί να ήταν έξυπνος μα ήταν και απροσάρμοστος. Για αυτό, μάλλον εκτός του χαρακτήρα του φταίγανε και τα βιβλία. Όχι ότι του άρεσε ιδιαίτερα να τα διαβάζει με τις ώρες όπως κάποιοι άλλοι, μερικά όμως λες και του μιλούσαν ίσια στην καρδιά του. Ειδικά οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ και του Χάκλμπερι Φιν του Μαρκ Τουαίην. Τα λάτρευε αυτά τα αγόρια. Ειδικά τον Τομ, αυτό το ατίθασο, τολμηρό παιδί. Ορφανό σαν και τον ίδιο, με μια θεία να τον προσέχει σαν παιδί της. Μια μικρή πόλη του Μιζούρι πλάι στον Μισισιπή ήταν το ορμητήριο του για τις πιο απίθανες μυστικές περιπέτειες με μυθικούς πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς που έχουν την δύναμη να μαγεύουν κάθε παιδί. Πόσο μάλλον ένα του ορφανοτροφείου που αναγκασμένο να ζει κλεισμένο για χρόνια σε τέσσερις τοίχους γητεύτηκε ανεπανόρθωτα από την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεμελιάς των ηρώων του. Δέθηκε τόσο πολύ μαζί του ώστε όταν εκείνο το βροχερό μεσημέρι τελείωσε η ανάγνωση του βιβλίου και μαζί το ταξίδι του στον μαγικό κόσμο του Τομ, χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα θλιμμένα καστανά μάτια στα μάγουλα και χύθηκαν καυτά μέχρι την παιδική του ψυχή. Η έλλειψη του αγαπημένου του ήρωα τον αρρώστησε. Από την στεναχώρια του ανέβασε πυρετό εκείνη και την επόμενη ημέρα.
Ατίθασος λοιπόν και ο ίδιος, ήταν η λέξη που θα άκουγε σχεδόν καθημερινά από τα αυστηρά χείλη των καθηγητών του. Αυτή ήταν και η πραγματικότητα. Εδώ που τα λέμε δεν του άρεσε καθόλου μα καθόλου να ασχολείται με τα τεχνικά που προσπαθούσαν ντε και καλά βρε αδερφέ να του μάθουν. Μια υδραυλικός, μια ηλεκτρολόγος, μια μπογιατζής. Αι στο καλό, αυτουνού του άρεσε να γυρνοβολάει ελεύθερος σαν πουλί και να αγναντεύει από το δώμα του ορφανοτροφείου τον ορίζοντα, την απέραντη θάλασσα, τα ψηλά βουνά της Μακεδονικής γης που χώνονταν μέχρι τα σύννεφα σε ένα θεσπέσιο φεστιβάλ χρωμάτων. Όλα τα άλλα τα άφηνε στον θεό. Σε παράφραση των λόγων του πάτερ Αρσένιου, του εφημέριου του ιδρύματος του άρεσε να απαντάει και αυτός σε όποιον του έθετε βασανιστικά το ερώτημα «Εσύ τι θα κάνεις στην ζωή σου;»
«Έχει αυτός, θα με φροντίσει και εμένα σαν τ’ άλλα ζωντανά του»
Έτσι όταν έφτασε η μέρα της ενηλικίωσης του με μοναδική του αποσκευή ένα κολάζ αντικρουόμενων συναισθημάτων αποχαιρέτησε το Παπάφειο ίδρυμα. Το είχε ανάγκη, διψούσε να ζήσει ελεύθερος έξω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη, μακριά από τους μουχλιασμένους τοίχους, τις κουκέτες και τα μελαγχολικά δωμάτια του ορφανοτροφείου. Γνώριζε όμως καλά ότι αυτό ήταν και το τελευταίο καταφύγιο του πριν την ζούγκλα που τον περίμενε στην πραγματική ζωή εκεί έξω.
Στην μεγάλη πόλη αφού δεν γνώριζε κανένα άλλο επάγγελμα – μιας και δεν το ήθελε ο ίδιος - βρήκε σύντομα δουλειά σαν εργάτης σε ένα από τα πολλά παλιατζίδικα στην περιοχή της Χαριλάου. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κυλούσαν σαν νερό σε ήρεμο ρυάκι. Δεν άντεξε πολύ να ‘χει αφεντικό στον σβέρκο του. Έτσι ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου αποχαιρέτησε το παλιατζίδικο και τον μεσόκοπο αφεντικό του, τον κυρ Γιάννη. Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα κάρο και τον Λουκά, το άλογο του για να μαζεύει τα παλιοσίδερα, όπως ο συγχωρεμένος ο Μένιος, ο αγαθός γέροντας, ο καλός του φίλος.
Στους χειμώνες και τα καλοκαίρια που πέρασαν πάνω του αυτός πάντα συνέχιζε να είναι μοναχικός, ελεύθερος και ολιγαρκής σαν τα σπουργίτια. Όταν τέλειωνε την δουλειά, πετούσε από πάνω του την μουτζούρα και κατηφόριζε στην θάλασσα. Τον ευχαριστούσε να περπατάει δίπλα της, να ξαπλώνει στο πλάι της, να την μυρίζει, να αφουγκράζεται τις σκέψεις της, να ονειρεύεται μαζί της κάτω από την άλλοτε ήρεμη και άλλοτε βαριά πνοή της.
Στις μακρινές του περιπλανήσεις χιλιάδες σκέψεις τον συντρόφευαν. Πολλά ερωτήματα τον τυραννούσαν από τα αιώνια και θεμελιώδη ως τα μικρά αλλά προσωπικά διλλήματα. Ένα από αυτά το κοίταξε στα μάτια αντρίκια και θέλησε να το απαντήσει με σιγουριά. Έπρεπε να παντρευτεί, να κάνει τα δικά του παιδιά; Σε αυτό το ερώτημα κάτι βάραινε πολύ και ήταν ο χαρακτήρας που σμίλεψε όλα του τα χρόνια. Ήταν όμορφος, καλοφτιαγμένος άντρας. Δεν ήθελε δεσμεύσεις, απολάμβανε την ελευθερία του, την ανεξαρτησία του, την ξενοιασιά του. Έπειτα γνώριζε ότι γυναίκες είναι κτητικές, σε θέλουν δικό τους, να είσαι πλάι τους, να ασχολείσαι με αυτές, θέλουν να κάνουν παιδιά. Για αυτό το τελευταίο ως παιδί του ορφανοτροφείου ένοιωθε απόλυτα την ευθύνη. Χωρίς αμφιβολία τον βάρυνε αφάνταστα η σκέψη πως αν έπαιρνε απόφαση να παντρευτεί θα κρέμονται από πάνω του για χρόνια οι τύχες άλλων ανθρώπων. Αυτό τον στοίχειωνε «Να δημιουργείς οικογένεια και να φέρνεις στην ζωή παιδιά δεν είναι κάτι απλό. Η ζωή είναι σαν την θάλασσα. Την μια είναι ήρεμη και γλυκιά, καλοτάξιδη. Την άλλη όμως σκοτεινιάζει και ξεσπά άξαφνα η τρικυμία, ποτέ δεν ξέρεις σε πια βράχια θα σε ρίξει.
«Εγώ ο ίδιος, τα παιδιά των ορφανοτροφείων είναι το ζωντανό παράδειγμα. Οπότε καλύτερα έτσι» μονολογούσε πικρά.
Αυτή η παραθαλάσσια ήταν η πέμπτη ας το πούμε κατοικία του. Οι άλλες τέσσερις που με τα χρόνια είχε εγκαταλείφθηκαν είτε από την δική του ανάγκη αλλαγής προσώπων και καταστάσεων, είτε από κάποιους περίοικους που δεν ήθελαν στην γειτονιά τους τις άχρηστες παλιατζούρες του και ακόμα αυτόν τον ίδιο που τους χαλούσε την αισθητική τους με τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής του.
Υπήρχαν όμως και οι άλλοι. Άνθρωποι που υπήρξαν όλες τις εποχές και θα υπάρχουν όσο ανθρώπινη καρδιά θα χτυπάει στην γη. Άνθρωποι που τον νοιάστηκαν, που του έδωσαν ένα πιάτο ζεστό φαί, ένα σπιτικό γλυκό φτιαγμένο με αγάπη. Αυτοί οι ανώνυμοι άνθρωποι που ζουν ανάμεσα μας. Πλάσματα αγάπης που βάζουν το προσωπικό συμφέρον κάτω από το κοινωνικό καλό και μόλις βρουν την ευκαιρία σε κάνουν να δακρύζεις από υπερηφάνεια με τις πράξεις τους.
Όπως εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα. Ο θόρυβος μιας εξάτμισης ήταν η αιτία, ο Λουκάς αφήνιασε. Το φορτωμένο κάρο έγειρε στα πλάγια. Ο γερό Λουκάς δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σηκωθεί περήφανος στα πόδια του και να τινάξει την πλούσια μαύρη χαίτη του. Έφυγε από το πλάι του αφεντικού του λίγες ώρες μετά. Ο Θωμάς καταπλακώθηκε, θα πέθαινε αν μια παρέα τριών αντρών δεν πετάγονταν από το καφενείο «Ο Ναύαρχος». Με κόπο και ιδρώτα ρίχτηκαν και τράβηξαν παλικαρίσια την μάζα των παλιοσίδερων που είχαν πλακώσει το σώμα του. Σε τέτοιους ανθρώπους πίστευε ο Θωμάς και σε όλους αυτούς που τρεις μήνες τον γιάτρευαν, τον περιέθαλπαν, τον στήριζαν στο κρεβάτι του πόνου μέχρι να συνέρθει, μέχρι να θρέψουν οι πληγές και τα σπασμένα του κόκκαλα.

***
Λίγο πριν ακουστούν οι χαρμόσυνες καμπάνες.
Οι δείκτες των ρολογιών μόλις είχαν προσπεράσει τις έντεκα καθώς ο παλλόμενος ήχος από το ψιλόλιγνο καμπαναριό καλούσε ακούραστα τους πιστούς στην εκκλησιά. Οι ευωδιές της άνοιξης από τα κάθε λογής πολύχρωμα βλαστάρια κυριαρχούσαν ακόμα και δίπλα στο κύμα ενώ οι βυζαντινές ψαλμωδίες σπρωγμένες από τα μεγάφωνα χρωμάτιζαν τον αέρα με την κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας της χριστιανοσύνης. Φύση και άνθρωποι, έλλογα και άλογα πλάσματα, ταπεινά δημιουργήματα και εγωκεντρικά όντα θα άκουγαν για ακόμη μια φορά το χαρμόσυνο μήνυμα, ο καθένας με το δικό του αισθητήριο, με την δική του πίστη. Πριν από λίγη ώρα είχε ξεκινήσει η ακολουθία της Αναστάσεως στο ξωκλήσι του Αϊ Νικόλα.
Το μικρό εκκλησάκι και πλάι του το ψηλό καμπαναριό σε σχήμα σταυρού είχαν χτιστεί εδώ και πολλά χρόνια στην άκρη της μεγάλης τσιμεντένιας προβλήτας του ιστιοπλοϊκού ομίλου. Προχωρούσε καμιά πενηνταριά μέτρα μέσα στην θάλασσα και έδινε απάγκιο σε μερικές δεκάδες ψαρόβαρκες από την μια πλευρά του και σε μεγάλα ιστιοπλοϊκά και ακριβά ταχύπλοα από την απέναντι.
Ο εφημέριος που τελούσε την αποψινή λειτουργία ήταν πολύ χαρούμενος. Το ξωκλήσι είχε να λειτουργήσει για καιρό αλλά αντιθέτως από ότι περίμενε ήταν σε πολύ καλή κατάσταση μιας και μερικοί συνταξιούχοι ναυτικοί το συντηρούσαν με δικά τους έξοδα. Κάθε άνοιξη έπαιρναν τις βούρτσες τους και μπόλικο ασβέστη και έκαναν τον Άγιο Νικόλα να λάμπει από την πάστρα. Το ένοιωθαν τιμή αλλά και υποχρέωση, το ελάχιστο προς εκείνον που πίστευαν ότι τους βοήθησε όλα τους τα χρόνια να διασχίζουν τους μαύρους φουρτουνιασμένους ωκεανούς και πάντα να γυρνάνε πίσω στην ηλιογέννητη, φωτεινή πατρίδα, σώοι και αβλαβείς.
Φέτος κάποιος είχε μεσολαβήσει στον μητροπολίτη Καλαμαριάς για τούτη την Αναστάσιμη λειτουργία. Ήταν εδώ και χρόνια που ακόμα και ο ίδιος ο προκαθήμενος είχε ξεχάσει τον ναίσκο. Έτσι εκείνο το ανεμοδαρμένο απόγευμα που τον επισκέφτηκε κάποιος άντρας που έβλεπε για πρώτη φορά και του ζήτησε να γίνει εκεί η ακολουθία της Ανάστασης, εκείνος με μια αίσθηση ντροπής που αυτός ο λαϊκός του υπενθύμισε την ύπαρξη του, αποφάσισε αμέσως να στείλει έναν κληρικό του για την ακολουθία. Ο άντρας εκτός αυτού του είχε εκμυστηρευτεί πως είχε κανονίσει μετά την Ανάσταση να μοιραστούν πασχαλινά τσουρέκια, κόκκινα αβγά και δώρα στα παιδιά που θα έρχονταν.
Ίδια και χειρότερη με πέρυσι, σαν Σαρακοστή παρατεταμένη και αυτή η χρονιά της οικονομικής κρίσης και της επαπειλούμενης χρεωκοπίας του κράτους. Σημαντικό πράγμα τα μικρά ή μεγάλα δώρα τέτοιες μέρες μιας και όλοι, λίγο ή πολύ δυσκολεύονταν με τα πασχαλινά έξοδα. Οι δημοτικές αρχές για φέτος εκτός από τα λίγα συσσίτια για τους απόρους που πλήθαιναν καθημερινά, δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα απαραίτητα κονδύλια για γιορτινές παροχές στους δημότες τους. Για αυτό και ο Μητροπολίτης δεν έφερε καμιά αντίρρηση, απεναντίας το άκουσε με ευχαρίστηση.
Τα καλά νέα έφτασαν από αυτί σε αυτί πολύ γρήγορα και διογκώθηκαν ίδια με φούσκα έτοιμη να σκάσει. Η χώρα βρισκόταν υπό οικονομική κατοχή, ευρωπαϊκή ένωση, διεθνές νομισματικό ταμείο και ένας συρφετός από οίκους αξιολόγησης και μεγαλοεπενδυτές ασχημονούσαν σε βάρος της. Πολλές οικογένειες λόγω της βαθειάς οικονομικής ύφεσης αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι τραπεζίτες αυτοί οι ανθρωπόμορφοι υπηρέτες του χρήματος όπως πάντα σε τέτοιες περιόδους αυτό που επιζητούν λυσσαλέα είναι να διατηρήσουν τα κέρδη των προηγούμενων ετών και να αποφύγουν όλες τις πιθανές νέες επισφάλειες. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να πληθύνουν οι κατασχέσεις σπιτιών και αυτοκινήτων και για ακόμη μια φορά να κλείσουν τις στρόφιγγες της ροής του χρήματος και να το στερήσουν από νοικοκυριά και εταιρείες που το είχαν άμεση ανάγκη. Καταστήματα και επιχειρήσεις ασφυκτιούσαν και έκλειναν συνεχώς. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν χάσει την δουλειά τους και σε κάποιες οικογένειες ακόμα και οι δυο γονείς ήταν άνεργοι. Η στατιστική υπηρεσία διαρκώς αναθεωρούσε τα νούμερα της ανεργίας προς τα πάνω. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για όλους. Πλήθη απεγνωσμένων ανέργων στοιβάζονταν στα γραφεία ευρέσεως εργασίας και εκλιπαρούσαν έστω για μια περιστασιακή απασχόληση. Στα αρπακτικά του ιδιωτικού τομέα είχε ανοίξει η όρεξη για εκμετάλλευση και πιότερο κέρδος. Στην πόρτα τους καθημερινά στοιβάζονταν οικιοθελώς τα νέα τους θύματα. Οι κοινωνικές εντάσεις ήταν μεγάλες στην χώρα. Συχνές απεργίες και διαδηλώσεις δονούσαν την χώρα, αίμα αθώων είχε χυθεί στους δρόμους. Οι πολιτικοί άρχοντες της είχαν προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές μισθών και συντάξεων ενώ κώφευαν ή ακόμα και αδιάντροπα προέβαλαν επαίσχυντες δικαιολογίες για την επί δεκαετίες εσκεμμένη κακοδιαχείριση της οικονομικής ζωής του τόπου. Κάποιες στιγμές η οργή του λαού ξεχείλιζε και παρέσερνε τα αίολα επιχειρήματα της εξουσίας ώστε στο τέλος εκείνοι έφταναν να λιποτακτούν εμπρός στα ανυπέρβλητα προβλήματα που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και η χώρα να μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι έτοιμο να συντριβεί στα βράχια. Μέσα σε αυτήν απρόβλεπτη κατάσταση ακόμα και πολίτες που πριν λίγο καιρό ζούσαν με όλες τις ανέσεις που μπορεί να επιθυμήσει κάποιος την σημερινή εποχή, αφού είχαν χάσει την δουλειά ή την επιχείρηση τους, μεμιάς είχαν χάσει και όλα τα προνόμια τους και περίμεναν ως μάνα εξ ουρανού το επίδομα ανεργίας. Ήταν μεγάλη υπόθεση λοιπόν να περάσουν την Ανάσταση με δώρα, ίσως και λεφτά που κάποιος βαθύπλουτος Έλληνας του εξωτερικού – έτσι έλεγαν οι φήμες που διαδόθηκαν σαν αστραπή - θα πρόσφερε σε όλους.
Ο άντρας που στέκονταν τώρα περιχαρής με την λαμπάδα του έξω από τον Αϊ Νικόλα ήταν ο ίδιος που ευθύνονταν για την αποψινή λειτουργία. Το μαύρο κοστούμι που φορούσε ήταν ατσαλάκωτο μιας και είχε αγοραστεί πριν από λίγες ημέρες. Ακόμα είχε στις ίνες του ποτισμένη την βαριά μυρωδιά της άθλιας βιοτεχνίας ρούχων – κάπου στην νότια Βουλγαρία – που φτιάχτηκε για ελάχιστα ευρώ και το ελαφρύ άρωμα του εμπορικού στην οδό Μαρτίου.
Οι άνθρωποι που είχαν κατεβεί ήταν ήδη πολλοί και όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο πολλές οικογένειες ντυμένες με τα καλά τους κατηφόριζαν προς την θάλασσα. Το σούσουρο σαν σύννεφο σκόνης είχε απλωθεί πάνω από τα κεφάλια του κόσμου. Όλοι ήταν περίεργοι να δουν τον άνθρωπο που θα πρόσφερε τα δώρα. Να δουν ποιος είναι αυτός ο καλός Σαμαρείτης που μέσα στην κρίση που είχε γονατίσει όλη την χώρα προσφέρει τα λεφτά του για τους συνανθρώπους του. Αυτοί ήταν οι λίγοι, οι άνθρωποι με τον αγνό ανόθευτο τρόπο σκέψης. Οι πολλοί σκέφτονταν πολύπλοκα, με καχυποψία.
«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα για να έρχεται κάποιος από τόσο μακριά και να προσφέρει τα λεφτά του στους άγνωστους συμπατριώτες του».
«Τι να ήταν αυτός και ποιος να τον έστελνε; Μήπως κάποιος λαοπλάνος που ήθελε να εξασφαλίσει την συμπάθεια του κόσμου δρώντας υπόγεια για σκοτεινά ακόμα και αντεθνικά συμφέροντα;»
«Μήπως έχουμε να κάνουμε με ένα πάμπλουτο εθνικό ευεργέτη; Ευεργέτες; Αυτό και αν ήταν αστείο, τούτοι οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί πριν από πολλά χρόνια από τούτη την μικρή γωνιά της γης».
Τέτοια και άλλα πολλά ερωτήματα κυκλοφορούσαν τις προηγούμενες μέρες και οι άνθρωποι ήταν μπερδεμένοι από τις διάφορες ερμηνείες και διαδόσεις. Πολλοί τελικά αποφάσισαν πως ήταν πιο φρόνιμο να πάνε κάπου άλλου για την Ανάσταση και να μείνουν μακριά από τα ύπουλα σχέδια κάποιων.
Εκείνος άκουγε όλη αυτήν την ώρα όσα λέγονταν στα πηγαδάκια αλλά δεν έδινε καμιά απολύτως σημασία. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα παιδιά. Κοιτούσε πως κουνούσαν ανυπόμονα τις πολύχρωμες λαμπάδες με τα μαλακά χεράκια τους και την επιθυμία να τις ανάψουν. Αυτά τα αγγελούδια είχαν έρθει όχι μόνο με τις οικογένειες τους αλλά και μόνα τους. Ήταν παιδιά από ορφανοτροφεία της πόλης. Για αυτό δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο εκτός από μερικές μόνο επιστολές στις διοικήσεις που εξηγούσε το πόσο σημαντικό θα ήταν να παρευρεθούν και μερικά κουτιά παιδικές λαμπάδες.
Τώρα και αυτός ήταν ένα με τα παιδιά, τα πλούτη δεν τον εμπόδιζαν, όλοι τον είδαν πόσο γλυκά τους φέρονταν, πόσο θερμά τα αγκάλιαζε και κατάλαβαν. Πολλά κεφάλια γύρισαν και προσπαθούν να διακρίνουν την μορφή του, οι συζητήσεις φούντωσαν.
Η αναμονή της Ανάστασης άρχισε να κάμπτει το κλίμα αυτό, σιγά – σιγά τα πηγαδάκια σίγησαν. Τα φώτα του ναού έσβησαν μαζί με τα κεριά στα μπρούτζινα μανουάλια. Η ώρα του σκότους πριν την φωτοδοσία, την απαρχή, την γέννηση της ελπίδας έδινε συμβολικά το νόημα της ακόμα μια φορά στο αέναο ταξίδι των ψυχών.
Πλάι στην θάλασσα όλα ήταν σκοτεινά, μικροί και μεγάλοι ανάμεσα στα ελλιμενισμένα ταχύπλοα και τις ταπεινές βαρκούλες στέκονταν σιωπηλοί εμπρός στο δέος του σκότους και της επερχόμενης Ανάστασης. Απέναντι τους η πόλη και οι εκκλησιές σε λίγο θα αποκαλύπτονταν. Από εκεί το μάτι μπορούσε να την δει ολάκερη σχεδόν, από τα νεόδμητα ανατολικά της προάστια, το κέντρο και την άνω πόλη με τα κάστρα της, μέχρι το λιμάνι με τους κοιμισμένους γίγαντες πάνω απ’ τα φορτηγά πλοία και τις δυτικές συνοικίες καλυμμένες από την αιθάλη της βιομηχανικής. Τα φώτα του πολεοδομικού γίγαντα καθρεπτίζονταν ίδια με μακρόσυρτες κιτρινωπές κορδέλες πάνω στην ακίνητη επιφάνεια του Θερμαϊκού, ο άνεμος λες και είχε σβήσει και αυτός μέσα στα σπλάχνα του ουρανού, τώρα όλοι περίμεναν το άκτιστο Φως.
Ο εφημέριος εμφανίστηκε στην Ωραία Πύλη κρατώντας σε κάθε χέρι από μια δεσμίδα με τριάντα τρία κεριά. Το άγιο Φως έκαιγε στα φυτίλια τους, «Δεύτε λάβετε Φως» κάλεσε το εκκλησίασμα. Το Φως της Αναστάσεως που ταξίδεψε από τον πανάγιο τάφο για να φτάσει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας βγήκε από τον ναό, τα λευκά κεριά έσμιξαν, τα πρόσωπα και οι καρδιές των πιστών φωτίστηκαν, το σκότος πισωπάτησε και χάθηκε στα τάρταρα της αβύσσου. Λίγα λεπτά αργότερα ο ιερέας με τους ψάλταδες και τα εξαπτέρυγα εξήλθαν τελετουργικά για το τελικό μέρος της ακολουθίας. Η ψαλμοί ταξίδεψαν μέχρι το βάθος του κόλπου και αγκάλιασαν τα ποντοπόρα πλοία και τους ναύτες που έπιαναν λιμάνι, η κορύφωση της εβδομάδας των παθών, η λύτρωση, η εκπλήρωση, η Ανάσταση είχε φθάσει.

«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Η πόλη μεμιάς πετάχτηκε από την νυκτερινή σιγή της. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα από όλες τις εκκλησιές. Λευκά περιστέρια φτερούγιζαν ελεύθερα πάνω από τους τρούλους και τα καμπαναριά. Πυροτεχνήματα ορθώνονταν με θόρυβο, η νυκτερινή ατμόσφαιρα φωτίστηκε από τις χιλιάδες πολύχρωμες λάμψεις. Στην γη οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν και εύχονταν αγάπη, ευτυχία και επί γης ειρήνη.
Μεγάλοι και μικροί με τις λαμπάδες και τα φαναράκια τους άρχισαν να περπατούν προς τα εκεί όπου μετά την Ανάσταση τα φώτα που άναψαν αποκάλυψαν ένα μεγάλο μπουφέ. Οι άνθρωποι της εταιρείας δεξιώσεων είχαν στήσει τους πάγκους με τα δώρα και τα πασχαλινά εδέσματα λίγο μακρύτερα από τον ναό επάνω στην αμμουδιά. Ο Νίκος Καραγγιανίδης ο ιδιοκτήτης της, ηγούνταν του προσωπικού του. Όλα είχαν στηθεί άψογα για την αποψινή βραδιά. Οι άνθρωποι πλησίασαν με τάξη και αξιοπρέπεια το σημείο.
Ο Καραγιαννίδης πήρε ένα μικρόφωνο και άρχισε να μιλάει.
«Αγαπητοί μας φίλοι, Χριστός Ανέστη», Αληθώς ο Κύριος επιβεβαίωσαν με μια φωνή οι πιστοί. «Θα ήθελα να ευχηθώ χρόνια πολλά και ευτυχισμένα σε όλους σας. Δεν θα σας κουράσω απλώς πριν από οτιδήποτε άλλο, θα ήθελα να ακούσετε δυο λόγια». Όλοι κατάλαβαν, επιτέλους θα έβλεπαν αυτόν που περίμεναν.
Δίπλα στον Καραγιαννίδη εμφανίστηκε, ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι και ύστερα ένα λίγο μεγαλύτερο αγόρι, αμούστακο ακόμα. Τότε μέσα τους, μέσα από το πλήθος βγήκε εκείνος και στάθηκε δίπλα στα παιδιά, το φως των προβολέων έλουσε το πρόσωπο του, αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου που αν και ο χρόνος και οι περισσές δυσκολίες είχαν σμιλέψει τα σημάδια τους επάνω του όμως είχαν αφήσει ανέγγιχτη την γλυκύτητα που του είχε χαρίσει η φύση. Όλοι τον κοιτούσαν σιωπηλοί, πολλοί πίστεψαν πως τον αναγνώρισαν, ήταν ένας Έλληνας πάμπλουτος επιχειρηματίας ψιθύρισαν στους διπλανούς.
«Χριστός Ανέστη, υγεία και ευτυχία σε εσάς και τις οικογένειες σας. Συγχωρέστε όμως δεν είμαι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο, έπρεπε όμως να γίνει, το χρωστούσα στον εαυτό μου, αλλά και σε αυτά τα παιδιά, τα παιδιά των ορφανοτροφείων. Ήμουν και εγώ ένα από αυτά και συνεχίζω να νοιώθω τους κτύπους της καρδιά τους πίσω από τους ψηλούς φράκτες των ορφανοτροφείων, τις ανεκπλήρωτες παιδικές επιθυμίες, τα καυτά δάκρυα τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς. Ναι, έχετε δίκιο, είμαι πλούσιος, πάρα πολύ πλούσιος, όχι όμως όπως πιστεύετε, όχι, δεν είμαι σκασμένος από λεφτά, έχω μέσα μου αγάπη, πολύ αγάπη από τον κόσμο που ξέρει πάντα απλόχερα να την δίνει σε αυτούς που θέλουν να την δεχτούν». Σαν πέπλο που φεύγει απότομα και αποκαλύπτει την αλήθεια έφυγε από πάνω του η φήμη. Στο χαραγμένο από κακουχίες πρόσωπο, στα επίμονα καλοσυνάτα μάτια του αναγνώρισαν τον παλιατζή. Ήταν αυτός, χειμώνα, καλοκαίρι σεργιάνευε αργά στις γειτονιές μαζεύοντας τα παλιοσίδερα.
«Η πατρίδα μας, όλοι εμείς περνάμε δύσκολες ώρες. Αυτός ο λαός ξέρει να τις αντιμετωπίζει. Δεν μας χρειάζονται πλούσιοι σωτήρες, ποτέ δεν μας βοήθησαν πραγματικά. Φτάνει να έχουμε μέσα μας αγάπη, και όλα ξεπερνιούνται. Δεν χρειάζονται πολλά, απόδειξη η αποψινή βραδιά, ο φίλος μου ο Νίκος, παιδί του ορφανοτροφείου και αυτός.
Ο Θωμάς αγκάλιασε τα δυο παιδιά, «Σας παρακαλώ, σήμερα, αύριο, και κάθε μέρα μην ξεχνάτε αυτά τα αγγελούδια που περιμένουν ένα χαμόγελο, χαρίστε τους την έμπρακτη αγάπη σας. Ας τα σφίξουμε στην αγκαλιά μας, ας ανοίξουμε το σπίτι μας, να τους δώσουμε την αγάπη μας και τότε ο Χριστός, τότε μόνο θα αναστηθεί πραγματικά στις καρδιές μας.

***
Δεν είχε ύπνο, πήρε ένα καρεκλάκι και κάθισε έξω από την παράγκα του. Σαν μητρικό χέρι - αυτό που δεν γνώρισε ποτέ - το ελαφρύ αεράκι του χάιδευε απαλά το πρόσωπο. Αισθανόταν παιδί, σαν τον αγαπημένο του Τομ Σώγιερ. Τώρα του έμοιαζε, είχε πετύχει τον σκοπό του κάνοντας μια μεγάλη ζαβολιά. Τον Μητροπολίτη τον είχε ξεγελάσει, είχε συστηθεί ως μεγαλοεφοπλιστής με έδρα το Λονδίνο και μπόλικα πλοία σκορπισμένα στα μεγαλύτερα λιμάνια της υφηλίου. Κατάφερε να τους αναστατώσει όλους, μόνο στην τηλεόραση που δεν το ανέφεραν. Άξιζε τον κόπο όμως.
Στα ανοιχτά ένα δεξαμενόπλοιο έμπαινε στον κόλπο, ποιος ξέρει από ποιές χώρες μακρινές ερχόταν; Τα φώτα της γέφυρας τρεμόπαιζαν αχνά στο βλέμμα του. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, ίσως θα ‘πρεπε να μπάρκαρε στα νιάτα του… Ήταν αργά πια για κάτι τέτοιο. Αυτός που αγάπησε τόσο πολύ την θάλασσα έζησε για πάντα στην στεριά. Μπήκε μέσα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του ευτυχισμένος, σε λίγο ξημέρωνε η μεγαλύτερη γιορτή των Ελλήνων.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011

4 comments:

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ said...

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ.
ΠΡΙΝ 2 ΧΡΟΝΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΕΠΟΧΗ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗΝ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ, ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΧΟΜΑΙ.

Lena. said...

Τάσο,αντεύχομαι τα καλύτερα.Σε εποχές πενίας κι έκπτωσης,η ανθρώπινη επικοινωνία μέσω της λογοτεχνίας είναι αληθινά πολύτιμη..το πίστευα πάντα,τώρα που τη στερούμαι κιόλας,το νιώθω πιο πολύ παρά ποτέ.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ said...

Όντως πολύτιμη Λένα,ειδικά όταν προσπαθεί να αφήνει - πάντα επιμένω σε αυτό - ειλικρινή μηνύματα. Για την στέρηση της σε καταλαβαίνω απόλυτα.

Lena. said...

Τάσο,είθε κάποια στιγμή να βρεις "χρόνο" να ξεδιπλώσεις όσα απλόχωρα κρύβεις εντός και "μυρμηγκιάζουν" τη σκέψη σου.Μυρωδιές,χρώματα,μουσικές..κυρίως συναισθήματα κι αυτό το δικό σου ιδιαίτερο ήθος.