Tuesday, October 7, 2008
Edgar Allan Poe
Ο Edgar Allan Poe πέθανε την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 1849. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κύριε βοήθα τη φτωχή μου ψυχή». Σαν ένα μυστηριώδες υστερόγραφο στην ταραχώδη ζωή του, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης αφήνει τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του, στη Westminster Church της Βαλτιμόρης, στην επέτειο των γενεθλίων του συγγραφέα κάθε χρόνο, από το 1949.Ανάμεσα σε αυτά που έγραψε, πρόλαβα εκ του προχείρου να ανασύρω :
•"Παρατηρήθηκε ότι όλοι οι τρελοί ήταν φιλόσοφοι και ότι όλοι οι φιλόσοφοι ήταν τρελοί."
•"Εκείνος που ονειρεύεται ξύπνιος έχει συναίσθηση χιλιάδων πραγμάτων που διαφεύγουν σ' εκείνον που ονειρεύεται κοιμισμένος."
•"Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε."
•"Τα πάθη πρέπει να είναι σεβαστά".
•«...Πολλές φορές διασκεδάζω τον εαυτό μου, με το να προσπαθώ να φανταστώ ποιά θα ήταν η μοίρα ενός ατόμου χαρισματικού - ή καταραμένου - που θα είχε μιά διάνοια κατά πολύ ανώτερη της εποχής του. Φυσικά, θα είχε συνείδηση της ανωτερότητας του, αλλά δεν θα μπορούσε να διακυρήξει αυτήν του την συνείδηση. Έτσι, παντού και πάντοτε, θα δημιουργούσε μονάχα εχθρούς. Και αφού οι απόψεις του και οι παρατηρήσεις του θα διέφεραν τελείως από αυτές όλου του υπόλοιπου ανθρώπινου γένους, είναι βέβαιο πως θα χαρακτηριζόταν τρελός ή αιρετικός. Τί τρομακτικά επώδυνη είναι μιά τέτοια κατάσταση!Η Κόλαση δεν θα μπορούσε να εφεύρει μεγαλύτερο βασανιστήριο, από αυτό του να κατηγορείσαι για αφύσικες αδυναμίες ακριβώς επειδή είσαι αφύσικα δυνατός....
•«...Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν υψωθεί πολύ υψηλότερα από το επίπεδο της υπόλοιπης ανθρωπότητας, είναι αναμφισβήτητο. Όμως, αν κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία, ψάχνοντας για τα ίχνη της ύπαρξης τους, θα προσπεράσουμε βιαστικά όλες τις βιογραφίες των "καλών και των μεγάλων" - και θα βρεθούμε να ψάχνουμε προσεκτικά τα μισοσβησμένα αρχεία που απαριθμούν παράξενους ανθρώπους που πέθαναν σε φυλακές, σε ψυχιατρεία, στις αγχόνες και στις πυρές, σε σκοτεινά μοναχικά δωμάτια και σε αφιλόξενα μακρινά μέρη....»
------------------------------------------------------------------------------
Εις μνήμην, παραθέτω το δικό μου αγαπημένο ποίημά του:
Lenore
Ah, broken is the golden bowl! the spirit flown forever!
Let the bell toll!- a saintly soul floats on the Stygian river;
And, Guy de Vere, hast thou no tear?- weep now or nevermore!
See! on yon drear and rigid bier low lies thy love, Lenore!
Come! let the burial rite be read- the funeral song be sung!-
An anthem for the queenliest dead that ever died so young-
A dirge for her the doubly dead in that she died so young.
"Wretches! ye loved her for her wealth and hated her for her pride,
And when she fell in feeble health, ye blessed her- that she died!
How shall the ritual, then, be read?- the requiem how be sung
By you- by yours, the evil eye,- by yours, the slanderous tongue
That did to death the innocence that died, and died so young?"
Peccavimus; but rave not thus! and let a Sabbath song
Go up to God so solemnly the dead may feel no wrong.
The sweet Lenore hath "gone before," with Hope, that flew beside,
Leaving thee wild for the dear child that should have been thy
bride.
For her, the fair and debonair, that now so lowly lies,
The life upon her yellow hair but not within her eyes
The life still there, upon her hair- the death upon her eyes.
"Avaunt! avaunt! from fiends below, the indignant ghost is riven-
From Hell unto a high estate far up within the Heaven-
From grief and groan, to a golden throne, beside the King of
Heaven!
Let no bell toll, then,- lest her soul, amid its hallowed mirth,
Should catch the note as it doth float up from the damned Earth!
And I!- to-night my heart is light!- no dirge will I upraise,
But waft the angel on her flight with a Paean of old days!"
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment