Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι αναντικατάστατος. Αναμφισβήτητα όμως είναι ιστορία. Είναι πολιτική. Είναι επανάσταση. Για την Κούβα. Και για όλους τους υπόλοιπους παράδειγμα. Ένας άνθρωπος που δικαιούται να λέει ότι η Ζωή του άξιζε. Είχε ουσία, περιεχόμενο κι αγώνα και ΠΡΟΣΦΟΡΑ. Ελπίζω ο λαός του να έχει μάθει και να κρατήσει το "Κάστρο" απόρθητο.
Eγώ πάλι τώρα άρχισα να αισιοδοξώ και μη μου πεις πως με συνεπήρε το (life)style του "σπόρου".Από τα σπλάχνα της αριστεράς βγήκε κι είναι ο μόνος μέχρι στιγμής που δείχνει ότι "θέλει" κι έχει απήχηση.Το πολιτικό στοίχημα μένει ανοιχτό.Κι εκεί πρέπει να πάρουμε όλοι θέση.Για να φανεί τελικά αν "μπορούμε".Σήμερα,που περισσότερο παρά ποτέ,αληθινά ηχούν τα λόγια του ποιητή:"κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες,κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.."
Τα συγχαρητήρια μου για το blog σας, που το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Χαίρομε ειλικρινά που υπάρχει η Λέσχη Ανάγνωσης. Είμαι μια Αλβανίδα ποιήτρια που ζω στην Θεσσαλονίκη πολλά χρονιά, σ’αυτή την όμορφη πόλη, που την έχω ερωτευτεί και δεν μπορώ να την αποχωρίσω, οπού και να πάω. Ενδιαφέρομαι για το ποίημα «Η σάλπιγγες της αποκάλυψης» (πιστεύω να μην κάνω λάθος για τον τίτλο) του Τάσο Λειβαδίτη. Μου το έχει προτείνει ένας φίλος μου, ποιητής. Θέλω τόσο πολύ να το διαβάζω αλλά δεν το βρίσκω . Αν μπορεί κάποιος από σας να το φέρει εδώ, θα σας είμαι ευγνώμον.
ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ Κάποτε Θα καταστρέψω όλ'αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς ντροπή- και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος. Κι αν συνεχίζω να ζώ είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω ή βγαίνω με ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξαν του αιώνα μου- συχνά ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου, όλα κρατούσαν λίγο την αθωότητά, ύστερα γράφαμε σ'ένα χαρτί τ' όνομα μας και το πετούσαμε από το παράθυρο (ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη) . Τώρα η γυναίκα θα'χει γεράσει σαν τη μητέρα ή το θωρηκτό Ποτέμκιν, στις γωνιές οι μέθυσοι με τις μπουκάλες στο στόμα σαν τις σάλπιγγες της Αποκαλύψεως και το χιόνι που πέφτει αθόρυβα απ'το πρωί σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου..
Κι ο φίλος μου ο Ιγνάτιος ερχόταν σε ώρες ακατάστατες, φτωχός αλλά παροιμιώδης, συνήθως αντί μικράς αμοιβής παρίστανε το νεκρό σε κάποιο πλανόδιο θίασο- εκείνο το βράδυ μόλις είχαμε βγεί από ένα μπάρ, «πίνεις σαν άγγελος» του λέω, «πώς το' μαθες;» έκανε ξαφνιασμένος, γέλασα, «ξέρω ακόμα περισσότερα, του λέω, όπως λόγου χάρη: πόσους θυρωρούς έχει Κόλαση και πόσες πουτάνες το Νοβοροζίνσκι», πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτή την υπέροχη μουσική;» τον ρώτησα, «δεν είναι μουσική, μου λέει. Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου»
Λοιπόν ποιος ήταν ο Ιγνάτιος; αλλά και ποιος δε σφάλλει ή ποιος δε λύγισε με τα χρόνια. Κι αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας; Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι που σε λίγο κάτω απ'τ ονομά μας Δε θα'ναι κανείς ( και μόνον η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες ) – όμως σήμερα ξύπνησα μ'έναν προορισμό ωραιότερο , κι αυτή η γυναίκα στο πάρκο τόσο θλιμμένη που την ακολουθούσαν οι Εποχές και πιο πίσω έρχονταν σαν μικρές φτερούγες τα χειρόγραφα των ποιητών που πέθαναν νωρίς, πρίν έρθει ή δόξα- κι εγώ έπρεπε να παραδεχτώ την ενοχή μου για να σώσω ίσως κάτι περισσότερο από μένα, γι' αυτό κιόλας με βλέπετε εδώ στη γωνιά του δρόμου, έτοιμο κάθε στιγμή να σας εξυπηρετήσω- Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μές την αιώνια λησμονιά…
Θυμάσαι;Ο πατέρας σου ήταν νεκρός στο φέρετρο – εσύ κάτι έψαχνες και μπήκες σε μιάν άλλη κάμαρα , μονάχη, σ' ακολούθησα , απ' τ' ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδιά του κήπου ( ώ, θα' μαστε νεκροί κι η άνοιξη θα' ρχεται πάλι και πάλι) – σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλα τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου – κι όπως πρίν λίγο είχες αγκαλιάσει ν' αποχαιρετήσεις το νεκρό , τα μαλλιά σου μύριζαν αιωνιότητα…
Κι ύστερα μια νύχτα συνάντησα τον πεθαμένο αδελφό μου, καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε, «τι έχεις;» του λέω , « γιατί δεν ξανάρθε ο κύριος Μαρίνος στο σπίτι;» μου λέει , ήταν ένας παλιός δάσκαλος του βιολιού με μία αστεία ρεντικότα, « δεν είχαμε να τον πληρώσουμε, αγόρι μου, του λέω- ξεπέσαμε», τότε σαν να θύμωσε, άρπαξε με τα δύο του χέρια το λεωφορείο και το σήκωσε ψηλά, « κοίτα τι μπορεί ένας πεθαμένος» σκέφτηκα με θαυμασμό, τέλος, καθώς γύριζα άρχισε να βρέχει, « γι'αυτό σταυρώθηκε ο Χριστός» είπα μέσα μου κι έκανα το σταυρό μου.
Όσο για τις νοσοκόμες καθάριζαν με επιμέλεια του θαλάμους, όμως εγώ ήμουν πάντα λυπημένος, «σκότωσα την αιωνιότητα, γιατρέ» έλεγα, ο γιατρός γελούσε, «δε γίνονται τέτοια πράγματα» έλεγε, «γίνονται, γιατρέ» του λέω και του διηγήθηκα τις δυστυχίες της θείας μου, τη λέγανε Ευδοκία, τελικά ψάλαμε όλοι μαζί το «εν ανθρώποις ευδοκία» - από τότε αγαπάω τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή μεταμορφώνομαι σε ήρωα ( για να αποφύγω τους πραγματικούς κινδύνους) έτσι και πίσω από τις πιο ακόλαστες πράξεις μας κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει, Α, φίλοι μου, ζούμε σ' ένα όνειρο που δε θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ' ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ' άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πούν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του Όπως μια γυνάικα το μαραμένο μαστό της.
Τελικά κανείς δεν έβλεπε ακόμα την τρομερή προειδοποίηση, νυχτερίδες κούρνιαζαν πάνω στον νιπτήρα, οι λειχήνες έτρωγαν σιγά σιγά τους τοίχους και μόνον η Δωροθέα δινόταν μ' ευψυχία στους περαστικούς- ο πιο αξιολύπητος όμως ήταν ο τρίτος , «γιατί με κυνηγούν;» ρώτησε, «κι όμως εγώ αγρυπνούσα» ξανάπε σαν να' ταν αυτό ένα άλλοθι, γιατί υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου κι επειδή είμαι προνοητικός, τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ' άλλα φαντάσματα- κι άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, «γιατί κατέβηκα εδώ;» είπα σιγανά.
Αλλά δεν ήταν κανείς να απαντήσει
Τάσος Λειβαδίτης
Υ.Γ Συγγνώμη για την καθυστέρηση,μόλις το πήρα είδηση,το δημοσίευσα
6 comments:
Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι αναντικατάστατος. Αναμφισβήτητα όμως είναι ιστορία. Είναι πολιτική. Είναι επανάσταση. Για την Κούβα. Και για όλους τους υπόλοιπους παράδειγμα.
Ένας άνθρωπος που δικαιούται να λέει ότι η Ζωή του άξιζε. Είχε ουσία, περιεχόμενο κι αγώνα και ΠΡΟΣΦΟΡΑ.
Ελπίζω ο λαός του να έχει μάθει και να κρατήσει το "Κάστρο" απόρθητο.
Φένια,όπως είδες ακολουθεί η Κύπρος,έστω και τηρουμένων των αναλογιών...Να ευχηθούμε και στα δικά μας?
Αμην και πότε, Λένα!
Αλλά δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη...:-(
Eγώ πάλι τώρα άρχισα να αισιοδοξώ και μη μου πεις πως με συνεπήρε το (life)style του "σπόρου".Από τα σπλάχνα της αριστεράς βγήκε κι είναι ο μόνος μέχρι στιγμής που δείχνει ότι "θέλει" κι έχει απήχηση.Το πολιτικό στοίχημα μένει ανοιχτό.Κι εκεί πρέπει να πάρουμε όλοι θέση.Για να φανεί τελικά αν "μπορούμε".Σήμερα,που περισσότερο παρά ποτέ,αληθινά ηχούν τα λόγια του ποιητή:"κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες,κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.."
Τα συγχαρητήρια μου για το blog σας, που το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Χαίρομε ειλικρινά που υπάρχει η Λέσχη Ανάγνωσης.
Είμαι μια Αλβανίδα ποιήτρια που ζω στην Θεσσαλονίκη πολλά χρονιά, σ’αυτή την όμορφη πόλη, που την έχω ερωτευτεί και δεν μπορώ να την αποχωρίσω, οπού και να πάω. Ενδιαφέρομαι για το ποίημα «Η σάλπιγγες της αποκάλυψης» (πιστεύω να μην κάνω λάθος για τον τίτλο) του Τάσο Λειβαδίτη. Μου το έχει προτείνει ένας φίλος μου, ποιητής. Θέλω τόσο πολύ να το διαβάζω αλλά δεν το βρίσκω . Αν μπορεί κάποιος από σας να το φέρει εδώ, θα σας είμαι ευγνώμον.
Συγχωρήστε με για τα εκφραστικά λάθη.
Σας χαιρετώ
Α. Ιατρού
ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Κάποτε Θα καταστρέψω όλ'αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο
τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς ντροπή- και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος.
Κι αν συνεχίζω να ζώ είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω ή βγαίνω με ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξαν του αιώνα μου- συχνά ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου, όλα κρατούσαν λίγο την αθωότητά, ύστερα γράφαμε σ'ένα χαρτί τ' όνομα μας και το πετούσαμε από το παράθυρο (ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη) .
Τώρα η γυναίκα θα'χει γεράσει σαν τη μητέρα ή το θωρηκτό Ποτέμκιν, στις γωνιές οι μέθυσοι με τις μπουκάλες στο στόμα σαν τις σάλπιγγες της Αποκαλύψεως και το χιόνι που πέφτει αθόρυβα απ'το πρωί σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου..
Κι ο φίλος μου ο Ιγνάτιος ερχόταν σε ώρες ακατάστατες, φτωχός αλλά παροιμιώδης, συνήθως αντί μικράς αμοιβής παρίστανε το νεκρό σε κάποιο πλανόδιο θίασο- εκείνο το βράδυ μόλις είχαμε βγεί από ένα μπάρ, «πίνεις σαν άγγελος» του λέω, «πώς το' μαθες;» έκανε ξαφνιασμένος, γέλασα, «ξέρω ακόμα περισσότερα, του λέω, όπως λόγου χάρη: πόσους θυρωρούς έχει Κόλαση και πόσες πουτάνες το Νοβοροζίνσκι», πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτή την υπέροχη μουσική;» τον ρώτησα, «δεν είναι μουσική, μου λέει. Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου»
Λοιπόν ποιος ήταν ο Ιγνάτιος; αλλά και ποιος δε σφάλλει ή ποιος δε λύγισε με τα χρόνια. Κι αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας; Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι που σε λίγο κάτω απ'τ ονομά μας
Δε θα'ναι κανείς ( και μόνον η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες ) – όμως σήμερα ξύπνησα μ'έναν προορισμό ωραιότερο , κι αυτή η γυναίκα στο πάρκο τόσο θλιμμένη που την ακολουθούσαν οι Εποχές και πιο πίσω έρχονταν σαν μικρές φτερούγες τα χειρόγραφα των ποιητών που πέθαναν νωρίς, πρίν έρθει ή δόξα- κι εγώ έπρεπε να παραδεχτώ την ενοχή μου για να σώσω ίσως κάτι περισσότερο από μένα, γι' αυτό κιόλας με βλέπετε εδώ στη γωνιά του δρόμου, έτοιμο κάθε στιγμή να σας εξυπηρετήσω-
Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μές την αιώνια λησμονιά…
Θυμάσαι;Ο πατέρας σου ήταν νεκρός στο φέρετρο – εσύ κάτι έψαχνες και μπήκες σε μιάν άλλη κάμαρα , μονάχη, σ' ακολούθησα , απ' τ' ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδιά του κήπου ( ώ, θα' μαστε νεκροί κι η άνοιξη θα' ρχεται πάλι και πάλι) – σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλα τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου – κι όπως πρίν λίγο είχες αγκαλιάσει ν' αποχαιρετήσεις το νεκρό , τα μαλλιά σου μύριζαν αιωνιότητα…
Κι ύστερα μια νύχτα συνάντησα τον πεθαμένο αδελφό μου, καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε, «τι έχεις;» του λέω , « γιατί δεν ξανάρθε ο κύριος Μαρίνος στο σπίτι;» μου λέει , ήταν ένας παλιός δάσκαλος του βιολιού με μία αστεία ρεντικότα, « δεν είχαμε να τον πληρώσουμε, αγόρι μου, του λέω- ξεπέσαμε», τότε σαν να θύμωσε, άρπαξε με τα δύο του χέρια το λεωφορείο και το σήκωσε ψηλά, « κοίτα τι μπορεί ένας πεθαμένος» σκέφτηκα με θαυμασμό, τέλος, καθώς γύριζα άρχισε να βρέχει, « γι'αυτό σταυρώθηκε ο Χριστός» είπα μέσα μου κι έκανα το σταυρό μου.
Όσο για τις νοσοκόμες καθάριζαν με επιμέλεια του θαλάμους, όμως εγώ ήμουν πάντα λυπημένος, «σκότωσα την αιωνιότητα, γιατρέ» έλεγα, ο γιατρός γελούσε, «δε γίνονται τέτοια πράγματα» έλεγε, «γίνονται, γιατρέ» του λέω και του διηγήθηκα τις δυστυχίες της θείας μου, τη λέγανε Ευδοκία, τελικά ψάλαμε όλοι μαζί το «εν ανθρώποις ευδοκία» - από τότε αγαπάω τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή μεταμορφώνομαι σε ήρωα ( για να αποφύγω τους πραγματικούς κινδύνους) έτσι και πίσω από τις πιο ακόλαστες πράξεις μας κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει,
Α, φίλοι μου, ζούμε σ' ένα όνειρο που δε θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ' ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ' άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πούν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του
Όπως μια γυνάικα το μαραμένο μαστό της.
Τελικά κανείς δεν έβλεπε ακόμα την τρομερή προειδοποίηση, νυχτερίδες κούρνιαζαν πάνω στον νιπτήρα, οι λειχήνες έτρωγαν σιγά σιγά τους τοίχους και μόνον η Δωροθέα δινόταν μ' ευψυχία στους περαστικούς- ο πιο αξιολύπητος όμως ήταν ο τρίτος , «γιατί με κυνηγούν;» ρώτησε, «κι όμως εγώ αγρυπνούσα» ξανάπε σαν να' ταν αυτό ένα άλλοθι, γιατί υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου κι επειδή είμαι προνοητικός, τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ' άλλα φαντάσματα- κι άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, «γιατί κατέβηκα εδώ;» είπα σιγανά.
Αλλά δεν ήταν κανείς να απαντήσει
Τάσος Λειβαδίτης
Υ.Γ Συγγνώμη για την καθυστέρηση,μόλις το πήρα είδηση,το δημοσίευσα
Post a Comment