Thursday, October 22, 2009

"Ολα πάνε ρολόι(ή σχεδόν)"


Στην επόμενη συνάντησή μας την -08/11/2009- θα κουβεντιάσουμε με τη Στυλιάνα Γκαλινίκη για το βιβλίο της "Ολα πάνε ρολόι(ή σχεδόν)"(ΜΕΛΑΝΙ,2009).Η Σ.Γκαλινίκη γεννήθηκε το 1968 και μεγάλωσε στην Ηράκλεια Σερρών. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Σπούδασε αρχαιολογία στο ΑΠΘ και θέατρο στο "Studio Παράθλαση". Εργάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η πρώτη ιστορία του βιβλίου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ρεύματα" (1994). Διήγημά της συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία "20+1 ιστορίες" (εκδόσεις Καστανιώτη, 1998).
*
Για να πάρουμε μία ιδέα για την Στυλιάνα Γκαλινίκη,αναδημοσιεύω συνέντευξη που παραχώρησε την 20/01/2009,στην Γκέλυ Μαδεμλή και το περιοδικό CΙΤΥ.

Δ:Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να αφηγείται (και να καταγράφει) ιστορίες;
Σ:Από την αρχή της εφηβείας. Όπως οι πιο πολλοί νομίζω.
Δ:Μπορείς να μας περιγράψεις με λίγα λόγια την περιπέτεια του βιβλίου, που διαρθρώνεται σε επιμέρους ιστορίες; Ποια συνέλαβες πρώτη;
Σ:Έγραψα πρώτα τις «Γυάλινες μήτρες». Προέκυψε όταν μια φίλη μού είπε ότι αγόρασε ένα χωράφι δίπλα στη λίμνη Κερκίνη. Έτσι, από αυτή τη φράση. Από τέτοιου είδους μικρές αφορμές δημιουργήθηκαν και κάποιες από τις άλλες ιστορίες σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Ώσπου συνειδητοποίησα ότι κατά κάποιον τρόπο οι ιστορίες συνδέονταν μεταξύ τους, σαν κάποιος να τις είχε ενώσει ράβοντάς τες με βελόνα και κλωστή. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που υπάρχει σαν σιωπηλή κυρίως παρουσία σε κάθε ιστορία, μέχρι να τολμήσει να εκτεθεί το ίδιο.
Δ:Οι ιστορίες του βιβλίου αλληλοσυμπληρώνονται και, εμπλεκόμενες, κορυφώνονται στις τελευταίες σελίδες. Σε τι στόχευες με αυτήν την επιλογή στη δομή του κειμένου;
Σ:Τον αιφνιδιασμό που νιώθουμε και στη ζωή όταν κάτι μας συμβαίνει και, αναλογιζόμενοι πράγματα που παρήλθαν, λέμε «α, θυμάσαι τότε εκείνο και το άλλο, που δεν του δώσαμε σημασία, κι όμως κοίτα τι συνέβη τώρα;». Το στοιχείο της ανατροπής με απασχολεί ιδιαίτερα. Η ανάγνωση κυλάει αμέριμνα, με βεβαιότητες, όπως και η ζωή, αλλά τελικά τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται και σίγουρα δεν είναι γραμμικά.
Δ:Σπούδασες αρχαιολογία. Βρίσκεις πως αυτή σου η εκπαίδευση έχει κάποια σχέση με την ενασχόλησή σου με τη συγγραφή; Αντιστοίχως, η επαφή σου με το θέατρο, (σ.σ. σπούδασε και θέατρο στο «studio Παράθλαση») πώς συνδιαλέγεται με τη συγγραφική δραστηριότητα;
Σ:Ο αρχαιολόγος, όπως ο συγγραφέας, ασχολείται με τη ζωή των άλλων, την οποία ο πρώτος επιχειρεί να αφηγηθεί μέσα από τα ελάχιστα υλικά κατάλοιπά της, ενώ ο δεύτερος επινοεί πρόσωπα και περιβάλλοντα. Η αρχαιολογία είναι κι αυτή μια μορφή αφήγησης, εφόσον προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν των άλλων. Και από τα ευρήματα μιας ανασκαφής μπορούν να προκύψουν πολλές ερμηνείες, δηλαδή πολλές αφηγήσεις. Όσο κι αν η αρχαιολογία έχει σκοπό να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις, ακόμη και η πιο εμπεριστατωμένη ανασκαφή εμπεριέχει επιλογές, προτεραιότητες, αλλά και θέτει ερωτήματα που εκπορεύονται από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο αρχαιολόγος. Θέατρο και γραφή αλληλοτροφοδοτήθηκαν, τουλάχιστον για όσον καιρό ασχολήθηκα με το θέατρο. Πάντως, όταν γράφω, έρχονται στο νου μου εικόνες περισσότερο σαν κινηματογραφικά στιγμιότυπα και λιγότερο σαν θεατρικά δρώμενα.
Δ:Σε κάποια από τις ιστορίες σου παραθέτεις τη γνωστή ρήση του Σαρτρ «η κόλαση είναι οι άλλοι». Φαίνεται να σε απασχολεί πολύ, σε όλες τις ιστορίες σου, αλλά πώς το μεταφράζεις αυτό -με όρους της δικής σου καθημερινότητας;
Σ:Η επικοινωνία είναι το μόνο ζητούμενο της γραφής για μένα. Και επικοινωνία δεν είναι μόνο η ανταλλαγή ωραίων βιωμάτων, αλλά και οδύνης. Οι άλλοι, κι εμείς ως άλλοι, έχουν -και έχουμε- σκιερές γωνίες, αθέατες πλευρές. Η κόλασή μας είναι το πιο δύσκολο, αλλά και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι μας.
Δ:Σε ποιο βαθμό αποτελούν οι δικές μας ιστορίες συρραφή ή προέκταση των ιστοριών των άλλων;
Σ:Οι ιστορίες μας εμπεριέχουν τους άλλους και οι ιστορίες των άλλων εμάς. Και όσο πιο πολύ συμβαίνει αυτό, τόσο πιο έντονα και ουσιαστικά ζούμε.
Δ:Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Σ:Υπάρχουν αλλά σε μικρό βαθμό, στις λεπτομέρειες. Ας πούμε ότι κάθε ιστορία είναι ένα δωμάτιο στρωμένο με χαλιά, με κάδρα στους τοίχους, με βιβλιοθήκες, πολυθρόνες κ.λπ. Ε, δικές μου είναι οι κορνίζες των κάδρων, ή μια λέξη που κάποτε είπα ή άκουσα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Μία από τις ιστορίες, όμως, είναι αυτοβιογραφική, οι «Τρύπιες δεκάρες στα δέντρα». Με ενδιαφέρει πάντως η δημιουργία και όχι η κατάθεση προσωπικών βιωμάτων.
Δ:Η Μαξιμώ, η Δάφνη, η Σκελετούλα, η «Μου»... Ποιον από τους γυναικείους χαρακτήρες αισθάνεσαι πιο κοντά σου;
Σ:Σχεδόν όλες έχουν κάτι δικό μου, ακόμη κι αν αυτό είναι ένα αντικείμενο, μια ανάμνηση ή μια επιθυμία, αλλά μέχρι εκεί. Γιατί, όμως, η ερώτηση αφορά μόνο τους γυναικείους χαρακτήρες; Θα μου πείτε, είναι οι πιο πολλοί. Πάντως, ως συγγραφέας, στον ρόλο του επινοητή και όχι του αφηγητή, «κρύβομαι» πίσω από ένα ανδρικό πρόσωπο.
Δ:Συμμερίζεσαι ή σε έχει απασχολήσει το γνωστό ερώτημα περί διάκρισης αντρικής και γυναικείας λογοτεχνίας;
Σ:Αν και δεν παραβλέπω ότι η συζήτηση αυτή προέκυψε μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, νομίζω ότι δεν με αφορά. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες μου φαίνονται ωραίοι, ενδιαφέροντες, ευτυχείς ή δυστυχείς, και σ’ αυτή τη βάση θα πω μια ιστορία. Όχι ότι τα βιώματα κάποιου λόγω του φύλου του δεν έχουν σημασία, αλλά δεν θα με ενδιέφερε να πω ιστορίες για γυναίκες επειδή είναι γυναίκες, ούτε για τον ίδιο λόγο ιστορίες για άντρες. Βέβαια, ανήκοντας στο θηλυκό γένος, η ματιά μου επηρεάζεται από αυτό. Αλλά όταν κανείς γράφει γίνεται ένας άλλος. Αν θέλετε, αυτή είναι και η μαγεία, η πρόκληση. Μπαίνει στη θέση του άλλου, προσπαθεί να επικοινωνήσει με αυτόν, να τον καταλάβει, να πει την ιστορία του όπως θέλει αυτός.
Δ:Στο «Γυάλινες μήτρες», έστω και δια στόματος μιας ηρωίδας σου, πειραματίζεσαι με την ποίηση. Θα το έκανες και με μεγαλύτερη αφοσίωση, με μια ποιητική συλλογή για παράδειγμα;
Σ:Ίσως. Μου αρέσει η ποίηση, η δυνατότητά της να πει τόσα πολλά πράγματα με λίγες λέξεις.
Δ:Είσαι μητέρα δύο παιδιών. Έχουν διαβάσει, αλήθεια, το βιβλίο;
Σ:Το βιβλίο δεν είναι σίγουρα για τη μικρή μου κόρη που έχει κλείσει τα 12. Η μεγάλη μου κόρη κοντεύει τα 17 και ίσως επιλέξει κάποια στιγμή να διαβάσει αυτές τις ιστορίες που ξέρει από κουβέντες μας ότι έχω γράψει. Μου αρέσει πιο πολύ να αφηγούμαι προφορικά στους δικούς μου αυτά που έγραψα. Μοιάζουν τότε σαν ιστορίες που έχουν πράγματι συμβεί και εισπράττω άμεσα τις εντυπώσεις και τις αντιδράσεις τους, ενώ ταυτόχρονα καταθέτω σε αυτούς πιο ξεκάθαρα το δικό μου κομμάτι. Επικοινωνώ αλλιώς, δηλαδή, μαζί τους με αφορμή τα γραπτά μου.

No comments: