«Ένα παιδί που παρεκκλίνει από το κοινώς αποδεκτό, θα έπρεπε να το θέλει κάθε γονιός. Διότι έτσι μαθαίνουν τα παιδιά τον κόσμο». Είναι τα λόγια του Χανίφ Κιουρέισι με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα σχέσεωνΚάτι έχω να σας πω,που μόλις κυκλοφόρησε (Καστανιώτης, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης). Πρωταγωνιστής του ένας Λονδρέζος ψυχαναλυτής, μετανάστης δεύτερης γενιάς όπως και ο διάσημος Αγγλοπακιστανός συγγραφέας, στα πενήντα όπως και αυτός, πρόσφατα χωρισμένος, με έναν 12χρονο γιο «που φορούσε τα φούτερ μου με τις κουκούλες». Μαζί μοιράζονται τα ίδια μουσικά και κινηματογραφικά γούστα, ίσως και την ίδια περιφρόνηση για τους γκόμενους της μάνας, αλλά το παιδί έχει κατά κάποιον τρόπο δυο ζωές:
στο σπίτι μιλάει «τη γλώσσα της μεσαίας τάξης» ενώ στον δρόμο και στο σχολείο μιλάει «γκάγκστα»- τη βίαιη αργκό των ράπερςκινείται σε γειτονιές γεμάτες συμμορίες και, άμα λάχει, συμμετέχει στη φασαρία και στην αταξία. Κάτι που μάλλον χαροποιεί τον πατέρα του. Και ο συγγραφέας συμφωνεί. Όχι όμως επειδή θέλει να μας εντυπωσιάσει με ένα πυροτέχνημα. Ούτε επειδή μυθοποιεί τη νεολαία. Διότι ο Κιουρέισι μπορεί να ταράζει τα νερά με τα σενάρια και τα βιβλία του- στα τέλη του ΄80 λ.χ. αποτύπωσε την πολυπολιτισμική στροφή της ευρωπαϊκής κοινωνίας με το «Ωραίο μου πλυντήριο» (που έγινε ταινία-σταθμός από τον Στίβεν Φρίαρς) και τονΒούδα των προαστίων(Οδυσσέας)- αλλά προσωπικά δεν υπήρξε κανένας μεγάλος επαναστάτης. Βίωσε τις αντιθέσεις και τις ρήξεις του ΄60- ΄70, έκανε τρέλες, δοκίμασε ουσίες, προκάλεσε τα πουριτανικά ήθη, υποστήριξε τους Εργατικούς και την κοινωνική αλλαγή, όμως μέχρι εκεί. Όταν μάλιστα τον συναντήσαμε τις προάλλες με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τον σκηνοθέτη Ηλία Δημητρίου για τη σειρά «Οι κεραίες της εποχής μας» (ΕΤ1, παραγωγή sm. art), είχε την εντιμότητα να δηλώσει απερίφραστα πως κάνει πια μια «μπουρζουάδικη και συντηρητική ζωή». Παρ΄ όλα αυτά, οι καλλιτεχνικές κεραίες του παραμένουν τεντωμένες· και από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα ή διήγημα, από σενάριο σε σενάριο ή θεατρικό έργο, εξακολουθεί 25 χρόνια τώρα να συλλαμβάνει, να αφηγείται και να στοχάζεται το πνεύμα των καιρών. Με τρόπο ποπ και με αδιαμφισβήτητο ταλέντο. Όπως στοΚάτι έχω να σας πω, όπου ο έφηβος, παρ΄ ότι παίζει δευτερεύοντα ρόλο, λειτουργεί ως ένας από τους ουσιαστικούς κοινωνικούς δείκτες του σήμερα.
«Ένα παιδί που υπακούει στους κανόνες,είναι απονεκρωμένο, χωρίς λίμπιντο, χωρίς την αίσθηση τού τι είναι λάθος, χωρίς κάτι ξεχωριστό», μας έλεγε λοιπόν ο 55χρονος Κιουρέισι. «Αντίθετα ένα παιδί που “παρεκκλίνει” είναι ένα παιδί που ενδιαφέρεται να διασχίσει το όριο και να εξερευνήσει τι σημαίνει νόμος, πώς λειτουργεί, πόσο μακριά μπορείς να φθάσεις, ποιος μπορείς να γίνεις. Αυτά τα παιδιά είναι τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο ανήσυχα, τα πιο κριτικά εν τέλει απέναντι στα πράγματα. Στοιχείο σημαντικό αν σκεφτούμε πόσο δύσκολη και περίπλοκη γίνεται η ζωή καθώς μεγαλώνουμε...».
Η υπέρβαση των ορίων είναιένα θέμα που ανέκαθεν συνάρπαζε τον Κιουρέισι ως συγγραφέα. Η εξερεύνηση δηλαδή τού τι είναι αποδεκτό και τι όχι, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται σε κάθε πεδίο- προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, πολιτισμικό- τι διεκδικεί κανείς και τι θυσιάζει, με ποιο τίμημα. Στα παλιότερα έργα του τα σκάλιζε όλα αυτά μιλώντας για τη δύσκολη αφομοίωση των Ασιατών μεταναστών στην Αγγλία, για την ανάδυση του μουσουλμανικού ριζοσπαστισμού, για την κρίση της μέσης ηλικίας στους άντρες, για την ενηλικίωση και τα γηρατειά και φυσικά για τον έρωτα- «για τη μετάβαση εν τέλει μιας κοινωνίας από την καταπίεση στη μη-καταπίεση». Το καινούργιο του μυθιστόρημα διαφέρει. Μοιάζει να κάνει δύο βήματα πίσω, όμως βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά. Ο Κιουρέισι ξεκινά με το δεδομένο ότι όλοι πια έχουμε πολλαπλές ταυτότητες και ότι ζούμε σε μια μετα-φυλετική (post-racist) κοινωνία που συντίθεται από πολλές μειονότητες. Οπότε δεν τον απασχολούν πλέον τα ζητήματα της πολιτισμικής, εθνικής, θρησκευτικής, σεξουαλικής κ.λπ. ταυτότητας, αλλά το επόμενο στάδιο: οι εύθραυστες σχέσεις των ανθρώπων, η διασταύρωσή τους στο κοινωνικό πεδίο, οι όροι της δημοκρατικής στάσης ζωής και τα όρια του φιλελευθερισμού στην καθημερινότητα, και, πίσω απ΄ αυτό, η ανθρώπινη ψυχή με τα τραύματά της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωταγωνιστής του είναι ένας «γιατρός των ψυχών», ιδιαίτερος όμως αφού έχει σκοτώσει έναν άνθρωπο και βρίσκεται μπροστά σε ένα συναισθηματικό δίλημμα όταν ξανασυναντά τη γυναίκα που υπήρξε ο πρώτος του έρωτας. Γύρω του η πληθωρική χίπισσα αδελφή του, ο διάσημος σκηνοθέτης-φίλος που πλήττει με τη δόξα, οι παραβατικοί συμφοιτητές, η υποχόνδρια γοητευτική πρώην σύζυγος κ.ά. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Κιουρέισι, «κοιτάζω από την άλλη πλευρά των νεανικών ελπίδων». Κι αυτό που μας δείχνει είναι οι δρόμοι και οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες ένας ετερόκλητος κόσμος που έχει βγει από την κανονικότητα, προσπαθεί να οικοδομήσει μια καινούργια ισορροπία και να ξαναβρεί την ικανότητά του να ευτυχεί. Μη φανταστείτε όμως ένα μυθιστόρημα α λα Κοέλιο ή έναν συγγραφέα που μιλά για σοφούς συμβιβασμούς. Το αντίθετο. Ο Κιουρέισι μας μιλά για εναλλακτικές επιλογές και για το κόστος τους. Για την επιλογή τού να μένεις ζωντανός σε κάθε φάση της ηλικίας σου.
(Της Μικέλας Χαρτουλάρη mxart@dolnet.gr)
Αποτελεί αναδημοσίευση από εφημ."ΤΑ ΝΕΑ" της 11/04/2009,μου το έστειλε η Χριστίνα Γεωργιάδου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment