Sunday, June 24, 2007

Πόσο βούτυρο στο τομάρι της κοινωνίας;

Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου.

Προσωπικά το βιβλίο μου δημιούργησε δυο αντιμαχόμενα συναισθήματα. Αρχικά θα πρέπει να ομολογήσω ότι μου άρεσε η γραφή, το βιβλίο έρεε και δεν σε άφηνε να το αφήσεις. Καλογραμμένο. Επί της ουσίας όμως έχω κάποιες ενστάσεις. Όπως είπε και ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί η «λογοτεχνία να θέτει αμφιβολίες» αλλά θεωρώ πως σε κάποια ζητήματα είναι επιβεβλημένο να έχεις άποψη και να διαλέγεις πλευρά. Είναι διαφορετικό ένας συγγραφέας να πραγματεύεται π.χ την αυτοδικία και να σε αφήνει να διαλέξεις πλευρά και διαφορετικό είναι να πραγματεύεται ένα γεγονός με ιστορική υπόσταση, τεράστια σημασία και (κατά την ταπεινή μου άποψη) να μην δίνει με σαφήνεια τις θέσεις και των δυο πλευρών. Εξηγώ. Μπορεί το συγκεκριμένο βιβλίο να αρέσει και να είναι απολύτως κατανοητό στη γενιά του συγγραφέα αλλά υπάρχουν αναγνώστες που αφενός δεν έζησαν τα γεγονότα αφετέρου δεν διδάχθηκαν ποτέ την ιστορία της περιόδου και αυτοί που έπρεπε να τους τα έχουν πει π.χ γονείς να μην το έχουν κάνει ποτέ.

«Μεγάλος μάγκας ο Εικοσιδυος» μου είπε ένας φίλος στον οποίο πάσαρα το βιβλίο.
«Δεν πειράζει που στον ελεύθερο του χρόνο βασάνιζε και σκότωνε» του απάντησα.
«Αφρός αφρός» μου είπε γελώντας και άλλαξε θέμα.
Τον καταλαβαίνω. Δεν ξέρει και πολύ λογικά ταυτίζεται.
Δεν είναι όμως αυτό άδικο και επικίνδυνο;

Προσωπικά μπορεί να κατάλαβα τα υπονοούμενα για το στρατό με το στουπέτσι, για την εκκλησία με τον ψάλτη – βασανιστή, για την πολυφωνία – ομορφιά – δημοκρατία με το παγώνι αλλά έχω τεράστιες αμφιβολίες αν θα το καταλάβει ένας 20χρονος αναγνώστης ο οποίος μεγαλώνει μέσα σε μία κοινωνία όπου η μαγκιά, τα λεφτά και η καλοπέραση είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της καθημερινότητας του.

Ιδιαίτερα σε μία εποχή που τα μεγαλύτερα των εγκλημάτων είτε εντός είτε εκτός των τειχών παραμένουν ατιμώρητα. Γράφοντας αυτές τις σειρές παρακολουθώ ειδήσεις και έχω απασφαλίσει. Ψάχνανε αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου τους υπεύθυνους για το σκάνδαλο των ομολόγων. Βρήκαν τις αποδείξεις και ο Εισαγγελέας άσκησε δίωξη κατά παντός υπευθύνου αποφεύγοντας να προσωποποιήσει τις κατηγορίες. Μα είναι ποτέ δυνατόν αναρωτιέμαι; Και τότε και τώρα τα εγκλήματα έχουν ονοματεπώνυμο και αυτή είναι η ουσία.

Αφιέρωσα πολύ χρόνο προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα αν κρινόμαστε ως άνθρωποι συνολικά ή φτάνει μία στιγμή για να σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή μας Διατηρώντας ακόμα και τώρα επιφυλάξεις νομίζω πως μάλλον επικρατεί το δεύτερο.

4 comments:

Τολης Νικηφορου said...

Συμφωνώ ότι ο συγγραφέας έχει ευθύνη, όχι όμως ακριβώς να διδάξει την πρόσφατη ιστορία του τόπου. Υποτίθεται ότι ο αναγνώστης έχει μία στοιχειώδη ωριμότητα για να κρίνει αυτό το μωσαϊκό των καθαρμάτων και να μην θαυμάζει (!) δολοφόνους, βασανιστές, κ.ο.κ. Και την προσωπική ευθύνη, αφού δεν τα έχει διδαχθεί (εμάς να δεις τι μας δίδασκαν τότε), να ψάξει και να μάθει από έγκυρες και αντικειμενικές πηγές.
Μία προφανής είναι η Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου του Γιώργου Μαργαρίτη. Η συντριβή της αριστεράς επέτρεψε να ριζώσουν αυτά τα δύσοσμα άνθη. Και η χούντα ήταν ένα φυσιολογικό επακόλουθο.

Leigh-Cheri said...

Τώρα Δημήτρη, ξέρεις τι έπαθα. Προβληματίστηκα πάρα πολύ κι έχω σκεφτεί τόσα πράγματα που προσπαθώ να βρω πώς να περιορίσω τις λέξεις μου για να εξοικονομήσω χώρο και να μην κουράσω. Τελικά η «εξοικονόμηση χώρου» απέτυχε! Και μου βγήκε ένα μακρινάρι (ειλικρινά, συμμαζεμένο).

Καταρχήν, το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ και το έχω πει ήδη. Μου άρεσε αυτή η κινηματογραφική περιγραφή που «έτρεχε» από την αρχή ως το τέλος, το ότι ήταν πολύ συμπυκνωμένο και μέσα σε τρεις μέρες χώρεσαν ένα σωρό ιστορίες και πρόσωπα, το ότι έδινε την τοπογραφία της Θεσσαλονίκης τόσο ζωντανά που ακόμα και τώρα περνάω από κάποια μέρη και μου ρχονται σκηνές απ` το βιβλίο. Μικρά κεφάλαια που διευκόλυναν την ανάγνωση, διάλογοι, χιούμορ και ειρωνεία σε δόσεις κατάλληλες, ώστε να κρατάει το ενδιαφέρον. Επίσης, αν και δεν έχω ούτ` εγώ μνήμες εκείνης της εποχής ούτε και έχω διδαχθεί αυτή τη νεότερη ιστορία (ως γνωστόν, η εκπαίδευση μπάζει γενικώς), το βιβλίο κατάφερε να με βάλει στο κλίμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω εκλάβει ως ιστορική πραγματικότητα κάθε πράγμα που διάβασα σ` αυτό. Μιλάω για ένα γενικό κλίμα κι έχω πάντα υπ` ‘οψιν μου ότι μιλάμε για ένα μυθιστόρημα. Μένει στο δικό μου χέρι το να γνωρίσω (αν είναι δυνατόν) την ίδια την ιστορία, ψάχνοντας βιβλία ιστορικά και πηγές.

Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι συμφωνώ μαζί σου. Και μάλλον απόλυτα, τελικά. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ, καθώς το διάβαζα «ξίνιζα» σε κάποια σημεία, όταν για παράδειγμα ένιωθα ότι εξίσωνε ουσιαστικά αριστερούς και δεξιούς και τους παρουσίαζε σα να ήταν το ίδιο. Όπως επίσης ένιωθα αρκετές φορές ότι έδινε κάποιο άλλοθι σ` όλους αυτούς τους παρακρατικούς, τους ρουφιάνους και σφαγιαστές, παρουσιάζοντας και την «ανθρώπινη» πλευρά τους. Σαφώς και θα υπήρχε. Μάνα τους γέννησε κι αυτούς. Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που οι πράξεις είναι τόσο ειδεχθείς που πλέον δεν έχει καμία σημασία το μπακράουντ του δράστη. Προτίμησα οικιοθελώς να παραβλέψω αυτά τα σημεία, προκειμένου να μη χάσω τη λογοτεχνική απόλαυση. Όμως έχεις δίκιο όταν λες ότι υπάρχει ο κίνδυνος, απ` όσους δεν γνωρίζουν, δεν είναι καν υποψιασμένοι και δεν έχουν αναπτύξει ούτε στο ελάχιστο την κριτική τους σκέψη, αλλά αντίθετα δέχονται με μεγάλη ευκολία, απάθεια και –τρομάζω και που το λέω- ευχαρίστηση πολλές φορές, ό,τι τους λένε (πολύ φοβάμαι απ` τους περισσότερους δηλαδή, της δικής μου τουλάχιστον γενιάς) να ληφθεί ως ιστορία κατά κάποιον τρόπο. Το περιστατικό που περιγράφεις με τον φίλο σου είναι νομίζω πάρα πολύ αντιπροσωπευτικό του γενικότερου επιπέδου και τρόπου σκέψης (ή μάλλον ΜΗ σκέψης) που επικρατεί στις μέρες μας. Είναι, δυστυχώς, ό,τι βλέπω και αντιμετωπίζω κι εγώ γύρω μου, στις καθημερινές μου συναναστροφές.
Επίσης, συμφωνώ απόλυτα ότι οι άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων οφείλουν να παίρνουν θέση απέναντι στα πράγματα. Και τώρα δε μιλάω για το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά γενικά. Και μη μου πείτε για «στρατευμένη τέχνη» και τέτοια, γιατί δεν τα δέχομαι. Κι ο καλλιτέχνης, όπως κάθε άνθρωπος, δέχεται τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και σύμφωνα μ` αυτά αναπτύσσει και καλλιεργεί σκέψεις, συναισθήματα και ιδεολογία. Το να βγάλει αυτά στο οποιοδήποτε έργο του είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Καθόλου στρατευμένο. Εκτός αν περιοριστεί σε «ήλιους» και «φεγγάρια», πράγμα το οποίο, μπορώ βέβαια να θαυμάσω αν είναι καλό, αλλά προσωπικά, μ` αφήνει αδιάφορη.

Γενικά, Δημήτρη, προβληματίστηκα πάρα πολύ. Κι ακόμα προβληματίζομαι για το τι τελικά μπορεί να γίνει. Μετά άρχισα να σκέφτομαι το «Μπλάνκο» του Λυκεσά, το «Αυτούς τους έχω βαρεθεί» του Βολφ Μπίρμαν, μετά τον Κούντερα και δεν μπόρεσα να καταλήξω κάπου. Γιατί και για τον Κούντερα ίσως θα μπορούσαμε να πούμε τα ίδια. Ότι δηλαδή είναι λιγάκι επικίνδυνος, ιδιαίτερα σε μέρες σαν κι αυτές που ζούμε. Και στα δικά του τα βιβλία είχα ξινίσει αρκετές φορές, όχι γιατί δεν δέχομαι αυτά που λέει, κάθε άλλο, αλλά γιατί, παρ’ ό,τι δεν το λέει, είναι σα να δίνει μια πιο «όμορφη» χρειά και σίγουρα μεγάλη βοήθεια και πατήματα στον καπιταλισμό να μιλάει για δήθεν ελευθερία, πράγμα που δεν ισχύει ούτε κατά φαντασία! Πώς θα ληφθεί κάτι τέτοιο λοιπόν από τη μάζα που έχει μεγαλώσει και γαλουχηθεί σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, μ` αυτά τα κενά πρότυπα που τα βλέπεις παντού γύρω σου και ποτέ δεν θα φτάσεις και βέβαια πάντα θα φταις εσύ γι` αυτό, που δεν είσαι ικανός και έξυπνος.
Όμως, ο Κούντερα είναι μάλλον ο αγαπημένος μου συγγραφέας κι απ` την πλευρά του μπορεί να έχει δίκιο, με βάση αυτά που έχουν συμβεί στη χώρα του. Κι αναρωτιέμαι: τι να κάνει τελικά ένας συγγραφέας; Να περιοριστεί στο να απευθύνεται στο χαμηλότερο επίπεδο αναγνωστών που μπορεί να αντιμετωπίσει; Να μην γράφει δηλαδή τόσο «ελεύθερα», προκειμένου να μην παρερμηνευθεί, παρεξηγηθεί και αποπροσανατολίσει κι άλλο τους ήδη αποπροσανατολισμένους και ανυποψίαστους (ή λάθος υποψιασμένους); Αυτή είναι η δουλειά του;… Ειλικρινά, δεν έχω καταλήξει. Και με δυσαρεστούν πολύ και τα δυο. Ούτε το ένα θέλω να συμβαίνει ούτε το άλλο. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να ενημερωνόντουσαν επί μονίμου βάσεως, να ήταν πάντα σε εγρήγορση και να βλέπανε πάντα ΠΙΣΩ από τα πράγματα που τους πασάρουνε (όπως πολύ σωστά είπε κι ένας άλλος Μεγάλος, ο Ζοζέ Σαραμάγκου) κι όχι μόνο αυτά. Τότε, δε νομίζω πως θα υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Θα τα βλέπαμε όλα, θα τα διαβάζαμε όλα και απλά, θα τα κρίναμε και θα τα απολαμβάναμε, στο μέτρο που τους αναλογεί.

…Τώρα εγώ γιατί θα ήθελα να διαβάσουμε το «Επάγγελμα Πόρνη» της καταπληκτικής (γνώμη μου) Ζωγράφου;

Τολης Νικηφορου said...

Μαζί με τα εύστοχα και ενδιαφέροντα σχόλια, παρατηρώ και
μια ελαφρά σύγχυση στη Φένια. Απόλυτα φυσιολογική στην εποχή μας. Το θέμα της στρατευμένης τ
τέχνης είναι πολύ παλιό (δεν θα βιαζόμουν να την καταδικάσω)
και έχουν γίνει ατέλειωτες συζητήσεις σε διάφορους φορείς και περιοδικά.
Υπάρχει στράτευση κυριολεκτική (με οδηγίες από την κυβέρνηση ή
το κόμμα), υπάρχει στράτευση στη συνείδηση του συγγραφέα, και υπάρχει στράτευση αντικειμενική πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα (τελικά όλη η τέχνη είναι στρατευμένη - και όλοι οι πολίτες). Εξαρτάται από το πως στρατεύεται και ποιο είναι το αποτέλεσμα.
Για μένα το μειονέκτημα του μυθιστορήματος του Σκαμπαρδώνη δεν είναι αυτό που αναφέρατε αλλά κυρίως αυτό που σας άρεσε. Δηλαδή, το γραφικό στοιχείο, οι εκφράσεις, τα διάφορα της μαγκιάς των καθαρμάτων, που, ναι, είναι διασκεδαστικά (ταυτόχρονα και αποκρουστικά) αλλά μένουν εκεί, δεν προχωρούν σε ένα πραγματικό ψυχογράφημα που θα είχε δύναμη και δραστικότητα. Μένουν στην επιφάνεια. Ένα βιβλίο για τον χειρότερο άνθρωπο του κόσμου θα μπορούσε να είναι συναρπαστικό και θελκτικό, αν ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να το κάνει.

Εύρηκα. Το αμερικανικό όνειρο. Θα το έχω σήμερα το απόγευμα. Ευχαριστώ, Δημήτρη, ίσως το αντίτυπό σου θα είναι χρήσιμο για κάποιον άλλο.

Mr.Sebs said...

Leigh – cheri συμφωνώ και με το παραπάνω.

Το τελευταίο διάστημα συγκρίνω το «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» με το «Αμερικανικό Ταμπλόιντ». Αφελής θα μου πείτε ο παραλληλισμός αλλά και τα δυο βιβλία έχουν ιστορικό μπακράουντ, και αναφορές σε υπόκοσμο, μυστικές υπηρεσίες, προσωπικότητες και «κόκκινους».

Χωρίς να θέλω να μπω σε λεπτομέρειες απλά έγραψα για εσάς το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα. Έμενα εν μέρει με κάλυψε. Ήξερα τι διάβαζα. Ενδεχομένως να βρείτε κάποιες ομοιότητες για τις οποίες Θέλω σχόλια…

«Η Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα. Χάσαμε την παρθενιά μας στα μισά του δρόμου και μετά κοιτάζουμε το παρελθόν μας δίχως μετάνοια. Δεν μπορείς να αποδώσεις την πτώση μας από τον παράδεισο σε ένα μεμονωμένο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων. Δεν γίνεται να χάσεις κάτι το οποίο δεν το είχες ποτέ διανοηθεί. Η πραγματική Αγία Τριάδα της ειδυλλιακής ευτυχίας ήταν Ωραίος, Επιτυχημένος, Γαμιάς. Ο Τζων (ή Τζάκ) Κέννεντυ ήταν το μυθολογικό πρόσωπο βιτρίνα μίας ιδιαιτέρα χυμώδους περιόδου της ιστορίας μας. Μιλούσε με στυλ και είχε ένα κούρεμα διεθνούς κλάσης. Ήταν Μπιλ Κλίντον μείον τη διεστραμμένη εξονυχιστική έρευνα των ΜΜΕ και μερικά παχάκια. Τον Τζακ τον καθάρισαν την τέλεια στιγμή για να εξασφαλισθεί η αγιοποίηση του. Τα ψέματα συνεχίζονται να στροβιλίζονται γύρω από την αιώνια φλόγα του. Είναι καιρός να σπάσουμε την τεφροδόχο του και να ρίξουμε φως σε λίγους άνδρες που παρακολούθησαν την άνοδο και διευκόλυναν την πτώση του. Ήταν κακοποιοί, μπάτσοι και εκβιαστές ολκής. Ήταν ειδικοί στις τηλεφωνικές υποκλοπές, ήταν τυχοδιώκτες και ομοφυλόφιλοι κονφερασιέ σε νυχτερινά κλάμπ. Ένα δευτερόλεπτο να είχε αποκλίνει η ζωή τους από την πορεία της και η Αμερικανική ιστορία δεν θα υπήρχε όπως την ξέρουμε. Είναι καιρός να απομυθοποιήσουμε μία εποχή και να στήσουμε έναν άλλο μύθο από τον οχετό στα αστέρια»


Υ.Γ Ένα βασικό στοιχείο που θα πρέπει να ξέρετε για το βιβλίο του Ellroy είναι ότι απουσιάζει τελείως το χιούμορ.