Σας έχει συμβεί ποτέ να διαβάζετε ένα βιβλίο και ενώ το βιβλίο αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο από άποψη κατανόησης ή γραφής και επιπλέον, είναι απολαυστικότατο, εσείς να μην μπορείτε να το προχωρήσετε με το ρυθμό που θα περιμένατε γιατί οι σελίδες που κάθε φορά τελειώνετε ξεσηκώνουν μέσα σας 1000 ακόμα σκέψεις και 2000 παρορμήσεις που δεν σας αφήνουν να συγκεντρωθείτε και να παρακολουθήσετε τη συνέχεια;
Αυτό ακριβώς έπαθα εγώ με το φρεσκο-κυκλοφόρητο βιβλίο του Απόστολου Λυκεσά, «Το Τσίρκο των Ψύλλων».
Υπήρχαν κεφάλαια ή σελίδες που τις τελείωνα και αναγκαστικά σταματούσα. Έπρεπε να το αφήσω, να κάνω καναδυό γυροβολιές μέσα στο σπίτι, να κατέβει η ταραχή από το λαιμό στο στομάχι, να ‘ρθει και να καθίσει το πράγμα, για να πάω παρακάτω.
Χαρακτηριστική και ξεκάθαρη είναι η αναφορά του συγγραφέα στην πόλη μας και τους πολίτες της, την οποία ζωγραφίζει με απόλυτη ακρίβεια, με μοναδική προσωπική του παρέμβαση στο όνομά της. Αποφασίζει και την ξαναβαφτίζει, πολύ πετυχημένα, κατά τη γνώμη μου, δεν λέω πώς, ανακαλύψτε το μόνοι σας:-)
Πίσω όμως από την πόλη, από το πώς αυτή έχει καταντήσει και από το ποιοι ευθύνονται για την κατάντια αυτή, το βιβλίο, όπως το είδα εγώ, μιλάει για ένα σωρό άλλα πράγματα.
Για την απληστία, για το πώς κάποιοι βρεθήκαν ξαφνικά με «προίκα», για την αδιαφορία, την απάθεια, την «αμεριμνησία» και τα παρεπόμενά της στο άτομο και το σύνολο, για την δουλοπρέπεια με την οποία συμπεριφερόμαστε, χαρίζοντας αφελέστατα σε «αφέντες» ό,τι με κόπο φτιάχνουμε μόνοι μας, υποθηκεύοντας έτσι τις ίδιες τις ζωές μας, για την πλασματική ασφάλεια που νιώθουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας και που δεν είναι παρά μια αυταπάτη.
Μιλάει όμως και για την ακεραιότητα του ανθρώπου και τον αγώνα του για την διασφάλισή της, για την διατήρηση αξιών που κάποιοι προσπαθούν να τις υποτιμήσουν κολλώντας τους την γνωστή ταμπελίτσα: «παρωχημένες», για «τρύπια συνθήματα» και για έναν άλλον κώδικα τιμής, αντρίκιο, που διαθέτουν άνθρωποι που αυτή η «πολιτισμένη» κοινωνία τους κρατά στο περιθώριο.
Όμως το βιβλίο δεν είναι δοκίμιο. Είναι ένα υπέροχο λογοτεχνικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, που έχει δράση, έχει αγωνία, έχει προβληματισμό και ιδέες, κρύβει εκπλήξεις, κρύβει απανωτές κορυφώσεις, διαθέτει φαντασία και προσφέρει άφθονο γέλιο!
Παρελαύνουν περήφανα μέσα του οι αρχές της πόλεις, εντολοδόχοι της θρησκείας, όργανα της τάξης, δικηγόροι, απαθείς πολίτες, Ιταλική μαφία, περήφανοι Ρομ…
Μπλέκονται, φανταστικά κι ευφάνταστα, τα μοναστήρια, η αρχαία κληρονομιά, οι άθλιοι καταυλισμοί των τσιγγάνων και βέβαια, σε εξέχουσα θέση, το πιο «όμορφο» κτίριο της πόλης, προσφάτως υψωμένο κι απλωμένο. Μόνο που του λείπει μάλλον λίγο χρώμα;). Προσφορά με το βιβλίο αυτό λοιπόν, μερικές πινελιές:-)
Τελικά, είτε ευθέως είτε ρίχνοντας μικρά μικρά καρφάκια, καταλήγει να «τα χώνει» παντού, δίχως όμως κανένα ίχνος υπεροψίας. Αντίθετα, πρόκειται για ένα βιβλίο εντυπωσιακής τρυφερότητας και οργής.
Απολαυστικότατος και «προσωπικός» είναι και ο τρόπος γραφής, τόσο από άποψη λόγου όσο και από άποψη δομής. Οι δύο ιδιότητες του συγγραφέα –αυτή του δημοσιογράφου και αυτή του λογοτέχνη- δένονται αρμονικά και δίνουν το προσωπικό του στίγμα. Ποιητικό -αλλά όχι αδέσποτα λυρικό- όπου το συναίσθημα το απαιτεί, στεγνό και «καταγραφικό», όπου η εξιστόρηση των συμβάντων το επιβάλλει. Απόλυτα ισορροπημένο και ταυτόχρονα πρωτότυπο (για τα σύγχρονα τουλάχιστον ελληνικά δεδομένα, απ’ όσο τα γνωρίζω εγώ).
Τέλος, για μένα, το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο δικαίωσης σε πολλά πράγματα που σκέφτομαι και νιώθω (και φαντάζομαι και άλλοι γύρω μας).
Δικαίωσης! Όχι εκτόνωσης.
Έχει σημασία η λέξη. Γιατί στις μέρες μας, ό,τι δεν μπορούν να το καταπνίξουν επιχειρούν να το εκτονώσουν για να περάσει πιο ομαλά κι ανώδυνα. Όμως το βιβλίο αυτό φορτίζει μπαταρίες. Δεν τις αδειάζει.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα λιγάκι «επικίνδυνο», μάλλον «ενοχλητικό» βιβλίο, για τους διαχειριστές της πόλης (και οποιασδήποτε πόλης), αλλά και για τους «χαλαρούς» πολίτες της.
Ενοχλητικό, γι’ αυτό και σημαντικό.
Λέω λοιπόν, μαζί με τα συγχαρητήριά μου για το υπέροχο προαναφερθέν κτίριο, να στείλω στον άρχοντα της πόλης και το βιβλίο αυτό δωράκι.
Κι εγώ η ίδια, να το ‘χω πάντα κάπου δίπλα μου για να κοιτάζω το επίσης πανέμορφο εξώφυλλό του.
Αποσπάσματα πολλά δεν παραθέτω, πρώτον γιατί κάποιοι που το ‘χουν ήδη στα χέρια τους και το διαβάζουν μου ζητήσανε να μην το κάνω και δεύτερον γιατί έχω υπογραμμίσει τουλάχιστον το μισό βιβλίο! Μόνο ένα, που βρίσκεται στις τρεις πρώτες σελίδες και σήμανε αμέσως τον συναγερμό που προοιώνιζε ότι εμένα αυτό το βιβλίο θα μου αρέσει ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ!:
“Ο Κύρος Λαύρος έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό. Δεν απαιτεί τίποτε από τους άλλους…Αυτή η ιδιότυπη «νευρική ανορεξία πλεονεξίας» ακούγεται ως προσόν…Όμως από παλιά δεν είχε θετικές συνέπειες για όσους διάβηκαν μ’ αυτή την αρχή στη ζωή τους. Το πλεονέκτημα της αυτονομίας και της συνεπακόλουθης ανεξαρτησίας δεν αναγνωρίζεται πάντα και απ’ όλους ως προτέρημα…Ο Κύρος Λαύρος τα γνωρίζει όλα τούτα. Αλλά επειδή ο μοναδικός του μεγάλος συμβιβασμός μέχρι τώρα είναι αυτός που έχει κάνει με τον εαυτό του, αλίμονο σ’ εκείνους οι οποίοι θα υποστούν όσα είχαν σκεφτεί να του κάνουν. Διότι αν κάτι δεν ξέρει ο Κύρος για τον εαυτό του και είναι αργά πλέον να το μάθει είναι τα όρια της ανοχής του που συνορεύουν με τις εκρήξεις βιαιότητας…”
Εκρηκτικό ξεκίνημα κατά τη γνώμη μου. Πολύ καλύτερη η συνέχεια. Αγαπημένο μου κεφάλαιο: «Τα Τρύπια Συνθήματα».
Καλή ανάγνωση!
…Αν δεν το καταλάβατε, ενθουσιάστηκα!
Το βιβλίο του Απόστολου Λυκεσά «Το Τσίρκο των Ψύλλων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
2 comments:
«Να σου δώσω μια να σπάσεις, α ρε κόσμε γυάλινε» τραγουδούσε κάποτε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αυτός ο τσίφτικος και ουχί σουξεδιάρικος νταλκάς θα μπορούσε κάλλιστα να επανδρώσει ηχητικά όσο και υπαρξιακά τους πλανόδιους ήρωες στο τελευταίο μυθιστόρημα του εκ Θεσσαλονίκης προερχόμενου Απόστολου Λυκεσά. Τίτλος ειρωνικός όσο και απόλυτα πραγματιστικός. Κεντρική φιγούρα ο μεταφραστής, διανοούμενος της νυκτός και ληξιπρόθεσμος εραστής Κύρος Λαύρος. Σύνθετη ονομασία από την Κύρου ανάβαση και από τον επιθετικό προσδιορισμό λαύρος, ένας άντρας με εσωτερικές ηφαιστιογενής οπές, λιγομίλητος με απότομα συνειρμικά ξεσπάσματα που οδηγούν αυτόματα και στο ηρωικό μετόχι της Αγίας Λαύρας. Από κοντά ο Μανούς, ο γύφτος. Άπατρις και δεινός εραστής, η Σειρήνα μιας άνευ όρων ελευθερίας. Η Όλγα, δικηγόρος στο επάγγελμα, ξιφουλκεί υπέρ του ανενδοίαστου έρωτα. Στοιχειώνει τη ψυχή του Κύρου, μυρώνοντας τους επηρμένους νευρώνες του από τη σεξουαλική έξαψη. Ο αγιορείτης μοναχός Θεοφάνης, κατά κόσμο Νικόλαος Βακουφτσής, κατάγεται από ένα ανήλιαγο χωριό του Ολύμπου, τη Θυμέλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά άλλους. Άριστος αγιογράφος, περφεξιονιστής αντιγραφέας, με δεξιότητες που υπερβαίνουν την ξεπατικοτούρα. Στο παρακάτω κελί βρίσκεται ο Αθανάσιος Αλετράς, που βρήκε στο Άγιον Όρος καταφύγιο, αφού με τη θέληση του Θεού διαφεύγει συστηματικά της παλιάς του ιδιότητας ως λαθρεμπόρου. Εκβιασμοί και φόνοι εμπλέκουν τα μέλη αυτού του αόρατου θιάσου. Δολοφονίες που καλείται να εξιχνιάσει ο Χάρης Απέργης, ένας αστυνόμος που βγήκε θαρρείς από τις σελίδες της Πατρίτσια Χάισμιθ. Με άριστες γνώσεις της συλλογικής μας ταυτότητας, ο Λυκεσάς απελευθερώνει κρυμμένα ένστικτα και τσιγκλά τις άνομες επιθυμίες να πάρουν μπρος. Μια μυθιστορία χωρισμένη σε πέντε πράξεις αλέθει τα προσωπικά βιώματα των χαρακτήρων σε ένα γλέντι που δεν πας για να κάνεις φίλους. Ο καθένας μουρμουρά τον καημό του σε ένα μακρύ ζεϊμπέκικο, όπου ζεϊμπέκης ίσον ασίκης, και παρατηρεί τις επιπτώσεις. Ένα ανάγνωσμα κρυπτικό, ακραία βιωματικό, γεμάτο χυμούς, που απαγορεύει τη χρήση υποκοριστικών. Το υπαρκτό μεταμορφώνεται σε άυλο. Σε έναν τόπο απάτητο, με γνώριμα περάσματα, που ονομάζεται Αμεριμνησία. Ανάμεσα στα κενά παρεμβάλλονται τα πάθη ανθρώπων. Τα ψεγάδια της προσωπικής αγιογραφίας των ηρώων που δεν εντάσσονται σε κανέναν Κανόνα. Το έγκλημα έχει συντελεστεί πριν καν διαπραχθεί. Από τα πρώτα σκιρτήματα της παιδικής ηλικίας. Καθώς οι ψευδαισθήσεις κινούν τα νήματα πίσω από αυτό το τσίρκο, με την έννοια του φτηνού και λαοπρόβλητου θεάματος. Είναι σαφές ότι ο Λυκεσάς αντλεί μέσα από το χάος της ειμαρμένης το συναισθηματικό αγγέλιασμα του ελλαδικού παροξυσμού. Αυτό το τελευταίο εύκολα καβαλά το άτι της φιλαυτίας ή του ναρκισσισμού και σύντομα μεταμορφώνεται σε ένα φαλκιδευμένο εκμαγείο, απ' όπου ξεπηδούν οι αυταπάτες. Για όποιον παραδόπιστο εγκλωβιστεί στη παγίδα τους και δεν είναι διόλου λίγοι, νομίζει ότι οι πρώτες ύλες της επιτυχίας κρατούν για πάντα. Συμπεριλαμβανομένου και του αφηγητή-κομφερανσιέ Κύρου Λαύρου, η προμηθεϊκή πτώση έρχεται σαν ομίχλη που σου δημιουργεί τη πλάνη της αποφυγής. Βίοι αγίων σε άγονη γραμμή. Ένας συγγραφέας που με το χειμαρρώδη λόγο του αγγίζει τα συναξάρια του τώρα και του χτες.
Ν.Κουρμούλης,εφημ."ΑΥΓΗ",19/01/2010
Ο Απόστολος Λυκεσάς επανέρχεται µε ένα ατµοσφαιρικό µυθιστόρηµα για να εκπληρώσει µια παλιά του υπόσχεση.
Το τσίρκο των ψύλλων» (εκδόσεις Μεταίχµιο) είναι το δεύτερο µυθιστόρηµα του δηµοσιογράφου Απόστολου Λυκεσά µετά το «Μπλάνκο», µία συλλογή πεζών και τρεις ποιητικές συλλογές. Κάποιος θα θυµόταν µειδιώντας το ερώτηµα του Hoelderlin: «Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε καιρούς µικρόψυχους;»
Το βιβλίο θα χαρακτηριστεί από µερίδα αναγνωστών –πιθανώς και κριτικών– «αστυνοµικό», κάτι που δεν είναι αναληθές. Απενοχοποιηµένο από το σκοτεινό παραλογοτεχνικό παρελθόν του «whodunit», το «αστυνοµικό» του 21ου αιώνα «εµπεριέχει εγκλήµατα, προσπάθεια διαλεύκανσης, µυστήριο, µε την κοινωνική πλευρά του εγκλήµατος να αναδεικνύεται και την αστυνοµική πλοκή να λειτουργεί προσχηµατικά» (Patrick Renal). Αποτελεί µια νέα αναγνωστική εµπειρία παγκοσµίως. Οι θύτες είναι και θύµατα· φέρουν ευθύνη για την ανθρώπινη µοίρα. Ακόµη κι όταν ο φόνος γίνεται «για ένα πορτοφόλι».
Ο Λυκεσάς παλαιότερα είχε υποσχεθεί περισσότερους φόνους. Τους πραγµατοποιεί συνειδητά σε ένα βιβλίο γεµάτο παράδοξα, οξυδερκές χιούµορ, ατµόσφαιρα µυστηρίου, ειρωνεία, αυτοσαρκασµό, παίζοντας ένα παιχνίδι µε τον αναγνώστη. Όπως παίζει µε τους ακροατές του είκοσι χρόνια τώρα. Με ίσους όρους. Στην πόλη της Αµεριµνησίας.
Αναγνώρισα την πόλη όπου ζω, ωστόσο αυτό δεν απαγορεύει σε κανέναν να αναγνωρίσει τη δική του. Εντός, εκτός, και επί τα αυτά. Άλλωστε η βαρβαρότητα, η θεσµική υποστήριξη της πολυεπίπεδης ασχήµιας, η στρεβλή αισθητική άποψη της εξουσίας, η διαφθορά, η προδοσία, ο µικροαστισµός, η σύγχυση, η αναξιοπρέπεια, ο καιροσκοπισµός είναι οι συνιστώσες ενός τοπίου ζοφερού που δεν ορίζεται από συγκεκριµένες γεωγραφικές συντεταγµένες. Οι ήρωες που «έπαθαν», άνθρωποι υπαρκτοί. Από µοναχούς και παπάδες µέχρι δικηγόρους, κλέφτες κι αστυνόµους. Το «τσίρκο των ψύλλων», σαράντα χρόνια ξενιστής που τρέφεται µε αίµα σάπιο για να διαλυθεί σε τέσσερις µέρες από τη θανατηφόρα πατούσα της βίας. Αθώοι κι υποψιασµένοι οι τρελοί απέναντι στη συµπαγή εξουσία. Οι ξένοι ως προς τη σήψη. Ο ποιητής κι ο γύφτος, καταλυτικές παρουσίες στην πορεία για την κινηµατογραφική κορύφωση (όπου το γκροτέσκο συναγωνίζεται το δραµατικό θυµίζοντας Taibo) και την ανατροπή του τέλους. Μέσα στη µελαγχολία της βροχής.
Στη λογοτεχνία δύο πράγµατα έχουν σηµασία. Τι λες, και πώς το λες. Τα βιβλία του Λυκεσά διαβάζονται από όλους κι ερµηνεύονται µε τόσους τρόπους όσες κι οι προσλαµβάνουσες των αναγνωστών. Αφήνουν όλα τα ενδεχόµενα ανοιχτά. Η ιστορία κρύβεται κάτω από την ιστορία. Είναι προφανής η αγάπη του για µιαν αφήγηση που δεν είναι πολιτικώς ορθή. Ασεβεί προς τους κανόνες επιδιδόµενος σε µια σκυταλοδροµία όλων των µορφών του γραπτού λόγου. «Πλέκει» ιστορίες αξιοποιώντας µε ταλέντο όλες του τις ιδιότητες, δηµιουργώντας σχεδόν καινούριο λογοτεχνικό είδος... Πυκνά νοήµατα και καταιγιστικά γεγονότα ισορροπούν θαυµάσια µε παρένθεση κεφαλαίων αµιγούς αισθητικής απόλαυσης. Η συµβατική λογοτεχνική φόρµα ανατρέπεται πλήρως µε το εµβόλιµο διάλειµµα που, ενώ λειτουργεί ως σοφά δοµηµένη µορφή ανάπαυλας, φορτίζει σε άλλα επίπεδα. Η αγωνία του να γράψει για την «άλλη πόλη», της υποκρισίας, της βίας –που ασκείται ποικιλοτρόπως– ασθµαίνει, καίει από τον πυρετό να συµπυκνώσει καταστάσεις που γνωρίζει και τον θυµώνουν πολύ.
Κάποιοι αρνούνται να έχουν συνείδηση της πραγµατικότητας βουλιάζοντας πιο βαθιά στα σκοτάδια της αµεριµνησίας, οικοδοµώντας µε την ανοχή τους µια όλο και πιο αντιδραστική κοινωνία καθώς ο υφέρπων φασισµός ροκανίζει τα θεµέλια της. Άλλοι τυχοδιωκτικά στήνουν στη σκηνή της καθηµερινότητας το δικό τους «τσίρκο».
Έχω την εντύπωση πως τούτο το βιβλίο, εξόχως πολιτικό και ποιητικό, δικαιώνει τον δολοφόνο του «Μπλάνκο», και «µας ανησυχεί». Τελικά, οι ποιητές χρειάζονται για να παίρνουν θέση. Με το έργο αλλά και µε τη στάση ζωής τους. Με τον τρόπο του Αναστάση:
«Ποτέ µου δεν τη µεθόδευσα την απελπισία µου. Σε κάθε χυτήριο δυνατότητας αυτή η διαβόλισσα…/υπήρξα ο απόµερος αλλ’ ανθηρός αντίγνωµος απαγγέλλοντας απλώς τη δική µου υπέρβαση» (Ν. Καρούζος).
Λένα Παπαθανασίου
περ."Γαλέρα",τ.51
Post a Comment